Τα πρόσφατα μέτρα για τον περιορισμό του καπνίσματος, που επιτέλους
αποφάσισε η ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει, προκάλεσαν ποικίλες
αντιδράσεις και θερμούς διαξιφισμούς. Τα πυρά δεν προήλθαν μόνο από
καπνιστές, γεγονός αναμενόμενο, αλλά και από ορισμένους, κατά κανόνα
γραφικούς, θεωρητικούς του καπνίσματος.
Οταν όμως κάθε χρόνο πεθαίνουν 4 εκατ. άτομα από το κάπνισμα, εκ
των οποίων οι 22.000 είναι Ελληνες καπνιστές, οι ιδεολογικές
αντιρρήσεις για τον αντικαπνιστικό αγώνα δεν είναι μόνο γραφικές αλλά
και εγκληματικές συνάμα. Και επειδή αρκετά εγκλημάτισε η πολιτεία στο
ζήτημα αυτό, με την αδράνειά της τα τελευταία 20 χρόνια, οι αυτόκλητοι
ιδεολόγοι της συμφοράς δεν μας χρειάζονται. Είτε αυτοί προέρχονται από
τις τάξεις του άκρατου φιλελευθερισμού είτε πρόκειται για κοινωνικά
«ευαίσθητους» αριστερούς.
Κάτω τα χέρια από τα ατομικά
δικαιώματα των καπνιστών, φωνάζουν οι μεν, όχι στον υγιεινισμό των
πλουσίων και στην απόκρυψη των πραγματικών προβλημάτων του λαού,
διακηρύσσουν οι δε. Φαίνεται όμως ότι οι μεν υπέρμαχοι της ατομικής
ασυδοσίας ξεχνούν ότι τα μέτρα είναι πρωτίστως για την προστασία της
υγείας των μη καπνιστών, δηλαδή των συμφερόντων του 60% των Ελλήνων, οι
δε αριστεροί διαμαρτυρόμενοι ξεχνούν ότι τα θύματα του καπνίσματος
είναι πολύ περισσότερα στα κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, που
καπνίζουν περισσότερο και περιθάλπονται λιγότερο, ενώ και οι μεν και οι
δε ξεχνούν ότι η φτώχεια αποτελεί μεν την πρώτη αιτία θανάτου και
αρρώστιας στον κόσμο, αλλά το κάπνισμα έρχεται δεύτερο και το παθητικό
κάπνισμα τρίτο.
Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα ζήτημα που θίγει τα
δικαιώματα των καπνιστών, αλλά για ένα στοιχειώδες μέτρο προστασίας της
υγείας των μη καπνιστών. Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει τον
τρόπο που θέλει να ζήσει ή να πεθάνει, εφόσον όμως δεν θέτει σε κίνδυνο
την υγεία και τη ζωή του διπλανού του. Αλλωστε, τα μέτρα που
εξαγγέλθηκαν δεν απαγορεύουν το κάπνισμα, το περιορίζουν σε ειδικούς
χώρους, αποτρέποντας έτσι στους δημόσιους χώρους την επιβολή της
έκθεσης στον καπνό σε όσους δεν το επιθυμούν.
Ούτε βέβαια
ευσταθούν οι αριστερές ενστάσεις για τον κοινωνικά ανάλγητο υγιεινισμό
των πλουσίων, που συχνά ασχολούνται περισσότερο για το πώς και πόσο θα
φροντίσουν το σώμα τους παρά για τα ουσιαστικά προβλήματα που μας
απασχολούν. Οχι ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος εξάπλωσης μιας τέτοιας
αντίληψης, αλλά από την αναγνώριση της ύπαρξης ενός τέτοιου κινδύνου
μέχρι να φτάνουμε να υποστηρίζουμε ότι το κάπνισμα δεν είναι και τόσο
σοβαρό πρόβλημα και ότι η κυβέρνηση το προβάλλει γιατί είναι ανέξοδο σε
σχέση με άλλα πολυδάπανα μέτρα δημόσιας υγείας, όπως έκανε τις προάλλες
από την κρατική τηλεόραση γνωστός μεγαλογιατρός, στρατευμένος στη
λαϊκίζουσα σοσιαλιστική Αριστερά, ο δρόμος δεν είναι μόνο ολισθηρός
αλλά και σπαρμένος με υπερβολές, παραδοξολογίες και ψέματα. Στην Αφρική
και την Ασία μπορεί λίγο πόσιμο νερό και μερικές θερμίδες παραπάνω να
σώζουν ανθρώπινες ζωές, αλλά στη χώρα μας τόσο το καθαρό νερό όσο και
οι θερμίδες μας περισσεύουν. Ενώ δεν μας περισσεύουν ούτε οι 22.000
Ελληνες που πεθαίνουν κάθε χρόνο από το κάπνισμα ούτε τα ποσά που θα
χάσει το κράτος από τη φορολογία στα τσιγάρα από μια ενδεχόμενη αλλά
επιβαλλόμενη μείωση του καπνίσματος.
Ας αφήσουμε λοιπόν στην
άκρη τα «φιλολαϊκά» ιδεολογήματα, που στο όνομα της υπεράσπισης κατά
προτεραιότητα, αν όχι κατά αποκλειστικότητα, ταξικών αξιών και
συμφερόντων, άλλοτε ποδοπατούν και άλλοτε παραμερίζουν πανανθρώπινα
αιτήματα, όπως είναι η προάσπιση της υγείας και της ανθρώπινης ζωής.
Αρκετές αθώες ζωές χάθηκαν ήδη στο βωμό των εκάστοτε «λαϊκών
συμφερόντων». Δεν υπάρχει κανένας μα κανένας λόγος να προσθέσουμε και
άλλες.
Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥΝΤΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 09/10/2002