X

Εκ στόματος καπνιστών

Ξεκίνησα την επιφυλλίδα για τον «Καημό του μη καπνιστή» (βλ. εδώ) και έμεινα στην ένσταση, άντε καταγγελία, πως η ελευθερία του καπνιστή έχει ήδη καταργήσει την ελευθερία του μη καπνιστή· και καθώς η ελευθερία του καπνιστή είναι κεκτημένη, η συζήτηση περί ελευθερίας αρχίζει από ένα σημείο και πέρα, είναι δηλαδή ουσιαστικά φαλκιδευμένη.

Έμεινε δηλαδή ανολοκλήρωτη η επιφυλλίδα, έμεινε απέξω ο «καημός», ότι τον αποκλεισμό που –θα, ίσως, κάποτε αρχίσουν να– νιώθουν οι καπνιστές, ο μη καπνιστής τον βιώνει ήδη, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, αποκλεισμένος από διάφορους χώρους, π.χ. από τα φουαγιέ των θεάτρων ή τα μπαρ: στα εστιατόρια τουλάχιστον υπάρχει και το «διάλειμμα», οι στιγμές που όλοι τρώνε και δεν καπνίζουν. Εγώ, φερειπείν, έχω σχεδόν ξεχάσει πώς είναι τα μπαρ, χρόνια είχα να πατήσω και σε συναυλία στο «Ρόδον», προτού μας αφήσει χρόνους και αυτό, με τα χίλια ζόρια πάω σε κάνα στέκι όταν παίζουν μουσική τίποτα φίλοι, αποφεύγω πια και τα σπίτια φίλων καπνιστών: στα εστιατόρια υπάρχει τουλάχιστον κάποιος στοιχειώδης εξαερισμός, και επιπλέον εκεί, λίγο μετά το φαγητό, όταν πια αρχίζουν όλοι και καπνίζουν κι εσένα σου βγαίνει η απόλαυση του φαγητού και του ποτού από τη μύτη και αρχίζει και ο πονοκέφαλος, κάπου εκεί λοιπόν ζητάει η παρέα το λογαριασμό και φεύγετε, ενώ στο σπίτι λίγο δύσκολα να σηκωθείς να φύγεις «έτσι ξαφνικά», κάνεις συνδυασμούς φίλων για να βγεις, να μη σου πέσουνε μαζί πολλοί οι καπνιστές, και άλλα, υστερικά πάλι θα πουν.

Μήπως τα παραλέω; Πάντως, αυτό που πιο πολύ κι απ’ τον καπνό τον ίδιο με παραλύει είναι η αδυναμία να γίνουν καταρχήν αντιληπτά τα ωστόσο προφανή και απλά. Το πιο απλό απ’ όλα, με τα πιο απλά λόγια του κόσμου: μιλώ για το «δικαίωμα» εντέλει να ενοχλούμαι απ’ τον καπνό (χωρίς τη δυσφορία τού «αμάν κι εσύ, βρε παιδί μου», την απορία «μα καλά, και σ’ ανοιχτό χώρο;» ή κάποτε την απροκάλυπτη ειρωνεία και χλεύη), να ενοχλούμαι από αυτόν τον ίδιο καπνό που, ενώ σαν πράξη αποτελεί απόλαυση και ανάγκη, κατά κανόνα είναι και για τον καπνιστή, ομολογημένα, δυσάρεστος και ενοχλητικός!

Άλλο ωστόσο είναι το μείζον, το είχα αρχίσει από την προηγούμενη φορά, και σ’ αυτό θα επιμείνω: ο περί ελευθερίας λόγος, που μοιάζει να συναγείρει ακόμα και μη καπνιστές: στα αείμνηστα «Πρόσωπα» των Νέων είχε δημοσιευτεί ένα ενδιαφέρον άρθρο του μεγάλου Περουβιανού συγγραφέα Γιόσα, «Οι βλαβερές συνέπειες του να είσαι καπνιστής», 9.11.2000.

Ο Γιόσα, παλιός μανιώδης καπνιστής, που έπειτα έκοψε το κάπνισμα και μεταβλήθηκε σε «“ιεραπόστολο” του αντικαπνιστικού αγώνα», άρχισε να γίνεται σκεπτικιστής «όταν πια οι αντικαπνιστικές εκστρατείες έγιναν τόσο παρανοϊκές που κατάντησαν να μοιάζουν με κυνήγι μαγισσών»: κάποτε ξεσηκώνονται κι οι σκλάβοι, μου ’ρχεται να πω, ελαφρώς έστω παρατραβηγμένα, στο περί «κυνηγιού μαγισσών», ουσιαστικά για να τονίσω ότι πρόκειται επιτέλους για άμυνα, και όχι για επίθεση (αυτά και για τα περί «φασισμού των απαγορεύσεων», σαν να μην είναι τότε… φασισμός η επιβολή του καπνού στον μη καπνιστή). Και μέσα από την καταπίεση και τη λογική της άμυνας θα έπρεπε να «διαβαστούν» και οι όποιες υπερβολές του αντικαπνιστικού.

Νά λόγου χάρη μια «υπερβολή», όπως τη μετέφερε εδώ (Νέα 17.9.05) ο φίλος Λάκης Προγκίδης, με τίτλο «Καπνιστές εις θάνατον!», παρουσιάζοντας ένα βιβλίο του Ντυτέρτρ, «μια εφιαλτική φάρσα» για «μια μελλοντική κοινωνία όπου ο καπνιστής θεωρείται το ίδιο σχεδόν επικίνδυνος με έναν τρομοκράτη»· περιγράφει λοιπόν ο Λ.Π. ένα επεισόδιο στο εδώ αεροδρόμιο, όπου έφτασε με μερικούς Γάλλους συγγραφείς, κι ένας από αυτούς άναψε τσιγάρο, οπότε κάποιος φουκαράς άρχισε να ωρύεται ότι απαγορεύεται, και με τα πολλά, όταν είδε κι απόειδε, έτρεξε κι έφερε τον μπάτσο. «Είστε ένας κοινός καταδότης» του είπε ο Γάλλος. Εύκολα αποσπά κανείς τη συμφωνία του αναγνώστη απέναντι στον «ρουφιάνο», εύκολα γελοιοποιείται η –πώς τη λένε; ναι, υστερία τη λένε, η «υστερία» να θες να γλιτώσεις επιτέλους στο ένα μόλις εκατοστό «για μη καπνίζοντες» που σου έχει με τα χίλια ζόρια παραχωρηθεί.

Κι άλλη «υπερβολή»: διαβάζω ένα πιο πρόσφατο άρθρο εδώ, του πάντοτε καίριου Ρούσσου Βρανά: «Άλλη μια μικρή ελευθερία γίνεται “καπνός”» γράφει, μ’ αυτό το ωραίο λογοπαίγνιο, για την απαγόρευση του καπνού (Νέα 2.2.07)· αφορμή του, η απαγόρευση του καπνίσματος στο αυτοκίνητο, όταν είναι μέσα και ανήλικα παιδιά, μια απαγόρευση που σκέφτονται να επιβάλουν ορισμένες αμερικανικές πολιτείες.

Θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι δεν επιτρέπεται π.χ. να κάνουν έρωτα οι γονείς μπροστά στα παιδιά τους, ενώ αμφιλεγόμενο είναι αν κάνει να κυκλοφορούν γυμνοί οι γονείς μέσα στο σπίτι, πολλοί πάντως θεωρούν ότι κι αυτό δεν επιτρέπεται. Κι ωστόσο θεωρείται απολύτως φυσικό να ντουμανιάζουν τα παιδιά τους μέσα στο σπίτι, ή στον πολύ πιο περιορισμένο χώρο του αυτοκινήτου: αμ δεν είναι κακοποίηση αυτό ανηλίκων;

Πίσω όμως στο άρθρο του Γιόσα, ένα άρθρο γραμμένο με αφορμή την απόφαση δικαστηρίου στο Μαϊάμι που επέβαλε πρόστιμο σε καπνοβιομηχανίες: η απόφαση αυτή, καταλήγει ο Γιόσα, «δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο περιορισμού των ατομικών ελευθεριών»: ορθόν, αλλά κι εδώ παραγνωρίζεται ότι το υπό δημιουργία προηγούμενο έχει πίσω του άλλο προηγούμενο, περιορισμού ακριβώς των ατομικών ελευθεριών –των ατομικών ελευθεριών του μη καπνιστή.

«Ελευθερία», «αυτοδιάθεση», «ελευθερία επιλογής» κτλ., ωραία, εντυπωσιακά λόγια, που εύκολα αποσπούν κι αυτά τη συμφωνία του αναγνώστη· στην ουσία, εκβιάζουν ιδεολογικά τον αναγνώστη –άλλος ένας δηλαδή εκβιασμός, πλάι στον καθημερινό, έστω και μόνο τον συναισθηματικό, που ασκείται, έμμεσα και οπωσδήποτε ασύνειδα, π.χ. από τους φίλους ή τους συναδέλφους στο γραφείο που καπνίζουν. Ωραία λοιπόν λόγια, που όλα αφήνουν απέξω τα ίδια ακριβώς που θα έπρεπε να ισχύουν αυτονόητα και για την άλλη πλευρά, των μη καπνιστών. «Αντιστεκόμενος κανείς στον διωγμό των καπνιστών δεν υποστηρίζει το κάπνισμα» καταλήγει σε ένα του άρθρο ο Χρ. Χωμενίδης (Lifo 14.9.2006). «Υπερασπίζεται την ανεκτίμητη προσωπική ελευθερία, η οποία περιλαμβάνει αδιαπραγμάτευτα την ελευθερία ακόμα και της αυτοκαταστροφής» Προσυπογράφω, φυσικά, την υπεράσπιση της «ανεκτίμητης προσωπικής ελευθερίας»: αλλά και τη δική μου, παρακαλώ! Προσυπογράφω ακόμα και την «ελευθερία της αυτοκαταστροφής»: προσοχή μόνο στο «αυτο-»: να είναι δηλαδή μόνο δική του, του καπνιστή, και όχι στανικά και δική μου!

«Φορέας –και όχι θύμα– ολοκληρωτισμού»

Κανένα αντικαπνιστικό άρθρο, λοιπόν; Που έγραψα τώρα κι εγώ, έπειτα από δισταγμό (=αυτολογοκρισία, καταπίεση) πολλών χρόνων, και με τεράστια αμηχανία, έως αισθήματα ενοχής απέναντι σε φίλους, και εισέπραξα είτε «επιδεικτική» (ωραία, υπερβάλλω) είτε πληγωμένη (χωρίς εισαγωγικά αυτό) σιωπή, ή πειράγματα από ελαφρώς πειραγμένους φίλους αναγνώστες, ή, το χειρότερο, κάτι σαν παράπονο από στενούς προσωπικούς φίλους… «Ο ολοκληρωτισμός του τσιγάρου» επιγράφεται μια παλαιότερη επιφυλλίδα του Μιχάλη Μητσού (Νέα 12.1.05), που αναφέρεται στην πρόσφατη τότε απαγόρευση του καπνίσματος στην Ιταλία (που περιέργως, για την Ιταλία, έγινε αμέσως αποδεκτή, και είχε και πλούσιους καρπούς: 500.000 Ιταλοί έκοψαν το κάπνισμα σε ένα μόλις χρόνο μέσα, ενώ «85% των Ιταλών αρνούνται να “χαλαρώσει” ο νόμος της απαγόρευσης», σύμφωνα με άρθρο της Monde, που μεταφράστηκε στα Νέα, 13.10.06).

Η επιφυλλίδα του Μ.Μ. άρχιζε με λόγια του διάσημου Ιταλού τροβαδούρου Πάολο Κόντε: «Καπνίζω εδώ και πολλά χρόνια, συχνά έχω την αίσθηση ότι κάπνιζα ανέκαθεν. Αλλά θεωρώ ότι αυτός ο νόμος είναι δίκαιος. Το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους αποτελεί προσβολή του διπλανού μας». Σπουδαία λέξη, που την έψαχνα: προσβολή –και το πιο σπουδαίο, γραμμένη από καπνιστή.

Ενώ ο γνωστός Ιταλός σατιρικός συγγραφέας Μικέλε Σέρα, μανιώδης καπνιστής κι αυτός, γράφει στη Ρεπούμπλικα (και μεταφράζει στην επιφυλλίδα του ο Μ.Μ.): «Με ενοχλεί αυτός ο “μακαρθισμός της υγείας” […]. Δεν θέλω να καθαρθώ, μ’ αρέσει να αισθάνομαι μετρίως μολυσμένος, γιατί πιστεύω ότι η ζωή και η μόλυνση είναι σχεδόν συνώνυμα. Το ίδιο κριτικό πνεύμα απέναντι στο κράτος-νοσοκόμα, όμως, πρέπει να χαρακτηρίζει και τη στάση μου απέναντι στις συνήθειές μου. Όταν φυσάω τον καπνό μου στα μούτρα του άλλου, αδιαφορώντας για το αν τον δηλητηριάζω, γίνομαι φορέας –και όχι θύμα– ενός ολοκληρωτισμού».

Χέρια να μου ’δινε ο Θεός, να προσυπογράφω!
 
Γιάννης Η. Χάρης, 1/5/2007

Επίσης και στο ιστολόγιο του συγγραφέα.

Σχετικά άρθρα