Δικαστήριο του Μαϊάμι επέβαλε σε πέντε καπνοβιομηχανίες πρόστιμο 145 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως αποζημίωση σε 500.000 καπνιστές. Θρίαμβος για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη; Ίσως, αλλά ο πρώην καπνιστής και γνωστός περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Γιόσα έχει διαφορετική γνώμη: πιστεύει πως αυτό μπορεί να σημάνει το τέλος του δικαιώματος να ζούμε όπως θέλουμε τη ζωή μας
Το δικαστήριο βρήκε τις εταιρείες ένοχες απόκρυψης πληροφοριών για τις
βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος και χρήσης ουσιών οι οποίες
εντείνουν τον εθισμό. Εδώ και 30 χρόνια, δεν είμαι πια καπνιστής και
σιχαίνομαι τα τσιγάρα, όπως και τις καπνοβιομηχανίες. Όμως, η καταδίκη
δεν με ευχαρίστησε όπως άλλους πρώην καπνιστές.
Άρχισα να καπνίζω όταν ήμουν επτά – οκτώ χρονών. Μαζί με τις ξαδέλφες
μου επενδύαμε τις οικονομίες μας σε ένα πακέτο τσιγάρα και το καπνίζαμε
ολόκληρο κάτω από ένα δέντρο. Η Γκλάντις και εγώ επιζήσαμε αλλά η
ασθενική Νάνσι ξερνούσε κάθε τόσο και ο παππούς και η γιαγιά της
φώναζαν τον γιατρό. Η πρώτη μου εμπειρία μού έφερε αηδία, μα τη νίκησε
το πάθος μου να δείξω πως ήμουν πια μεγάλος.
Αργότερα, το 1958, στο Παρίσι, κάπνιζα δύο πακέτα την ημέρα. Θυμάμαι
πως ένα αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα ήταν η απαραίτητη
προϋπόθεση για κάθε δράση, για κάθε απόφαση, όσο και αν ήταν αυτή
ασήμαντη ή σοβαρή.
Ώσπου ο γιατρός μου με προειδοποίησε πως το κάπνισμα μού έκανε κακό και
πως θα έπρεπε τουλάχιστον να το λιγοστέψω. Τα βρογχικά με βασάνιζαν και
οι παρισινοί χειμώνες με έκαναν να βήχω και να φτερνίζομαι αδιάκοπα.
Δεν έδωσα σημασία στον γιατρό.
Μα όταν πια πήγα στο Λονδίνο, το 1966, θέλησα να κάνω ένα συμβιβασμό:
άφησα τα αγαπημένα μου βαριά Gitanes για ένα πακέτο «ξανθά» Players No
6 που είχαν φίλτρο και λιγότερο καπνό μολονότι δεν μου άρεσαν. Μα ο
εθισμός στη νικοτίνη εξακολουθούσε να μου προκαλεί ξαφνικούς πόνους στο
στήθος.
Ένας γιατρός από το Πούλμαν της Ουάσιγκτον, που δεν θυμάμαι τώρα το
όνομά του ανθρώπινη αχαριστία! ήταν εκείνος που με έκανε να κόψω το
κάπνισμα μια και καλή. Τον προειδοποίησα πως ήμουν αλλεργικός στον
προσηλυτισμό, τόσο τον θρησκευτικό και τον πολιτικό όσο και τον
ιατρικό. Μου μίλησε τρεις – τέσσερις ώρες κατά του καπνίσματος. Εκείνο
που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η δυσαναλογία ανάμεσα στην
ευχαρίστηση από το κάπνισμα και στους κινδύνους από αυτό. Πρώτη φορά
άρχισα να ανακαλύπτω γύρω μου έναν καινούργιο κόσμο από γεύσεις και
μυρωδιές: κατάλαβα πως μια μπριζόλα δεν έχει αναγκαστικά την ίδια γεύση
με ένα πιάτο μπιζέλια. Και στη δουλειά μου μπορούσα να εργάζομαι πολλές
ώρες, με διαύγεια, χωρίς πόνους στο στήθος, χωρίς πρόβλημα. Όπως συχνά
συμβαίνει με τους νεοπροσύλητους, στην αρχή έγινα ένας «ιεραπόστολος»
του αντικαπνιστικού αγώνα. Στη Βαρκελώνη, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
ήταν μια από τις πρώτες κατακτήσεις μου. Μου υποσχέθηκε πως θα το κόψει
και τήρησε την υπόσχεσή του.
Ο αποστολικός μου ζήλος ξεθύμανε με τα χρόνια, όταν πια οι
αντικαπνιστικές εκστρατείες έγιναν τόσο παρανοϊκές που κατάντησαν να
μοιάζουν με κυνήγι μαγισσών. Σήμερα, κυρίως στην Αμερική και στη
Βρετανία, είναι αδύνατον να μη νιώθει κανείς ένα είδος αλληλεγγύης προς
τους καπνιστές. Αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας,
φορτώνονται με ενοχές και έχουν επίγνωση της αξιοθρήνητης κατάστασής
τους, όπως οι λεπροί του Μεσαίωνα.
Φυσικά, είναι δίκαιο να τιμωρούνται οι καπνοβιομηχανίες. Δεν είναι,
όμως, υποκριτικό να τις θεωρούμε εχθρούς της ανθρωπότητας, όταν ο νόμος
δεν απαγορεύει τα προϊόντα τους;
Μερικοί καλούν το κράτος να τα απαγορεύσει. Φαίνεται ξεχνούν τι έγινε
με την απαγόρευση των οινοπνευματωδών ποτών, που αύξησε την κατανάλωσή
τους στην Αμερική, αλλά και το λαθρεμπόριο και την εγκληματικότητα. Ο
καπνός είναι πολύ βλαβερός. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, υποχρέωση του
κράτους είναι να βοηθήσει τον πολίτη να το συνειδητοποιήσει, έτσι που
να έχει τη γνώση για να αποφασίσει. Αν εξακολουθήσει να καπνίζει, δεν
θα είναι επειδή δεν θα γνωρίζει αλλά επειδή δεν θα τον νοιάζει. Αν
θέλει να αυτοκτονήσει έτσι, είναι και αυτό δικαίωμά του.
Αυτή είναι η μοναδική προσέγγιση, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την
ελευθερία του ατόμου, μια ελευθερία που έχει νόημα μόνο όταν το άτομο
μπορεί να επιλέξει όχι μόνο ό,τι είναι ευεργετικό αλλά και ό,τι είναι
βλαβερό. Το αλκοόλ είναι σχεδόν το ίδιο βλαβερό με τη νικοτίνη. Όμως,
κανείς δεν σκέφτεται να τα βάλει με τους παραγωγούς κρασιού, ουίσκι ή
βότκας. Ακόμη και το φαγητό είναι επικίνδυνο. Πόσοι άνθρωποι δεν
πεθαίνουν από την κατάχρησή του; Με την ίδια λογική που καταδικάστηκαν
οι καπνοβιομηχανίες, θα έπρεπε το κράτος να θεσπίσει νόμιμα όρια και
για τις θερμίδες.
Γι’ αυτό, η απόφαση του δικαστηρίου του Μαϊάμι, μολονότι με μια πρώτη
ματιά φαίνεται προοδευτική, στην πραγματικότητα δεν είναι. Γιατί
δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο περιορισμού των ατομικών
ελευθεριών.
MARIO VARGAS LIOSA, ΤΑ ΝΕΑ, 09/09/2000