Είπα να το γυρίσω στο μελό, και πώς αλλιώς, αφού οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί καπνίζουν, ο περισσότερος κόσμος καπνίζει, κάπνιζα κάποτε κι εγώ, φουγάρο, όπως λένε, μια φορά βρέθηκα στη ζωή μου στην πλειοψηφία, όμως εδώ και δώδεκα χρόνια ανήκω πια σε άλλη μια μειοψηφία, θλιβερή, επονείδιστη, των μη καπνιστών –και ούτε καν: σε μέρος της μειοψηφίας, δεν ξέρω πόσο είναι αυτό, στους αντικαπνιστές.
Αμαρτία εξομολογημένη λοιπόν, γιατί είναι, θεωρείται, αμαρτία να μην
καπνίζεις, είναι κυρίως αμαρτία να σ’ ενοχλεί το κάπνισμα των άλλων
(γιατί υπάρχουν και μη καπνιστές ευτυχείς, εγώ τους μακαρίζω, που
διόλου δεν τους ενοχλεί το κάπνισμα), και κυριότατα είναι αμαρτία (έως
και φασισμό το είπαν!) αν θες να εμποδίσεις το κάπνισμα των άλλων, να
τους στερήσεις την ελευθερία (δεν ειρωνεύομαι όμως εδώ, το ξέρω ότι
είναι στέρηση της ελευθερίας κάτι τέτοιο) να καπνίζουν.
Αν όμως παραδέχεσαι, θα πει κανείς, πως είναι στέρηση ελευθερίας η
απαγόρευση του καπνίσματος, πώς τότε την επικροτείς, πώς νοείται να την
επιζητείς, ίσως και την απαιτείς; Χωρίς να αναφερθώ σε άλλου τύπου
στερήσεις της ελευθερίας που θεωρούνται όμως γενικά αποδεκτές και
επιβεβλημένες (το όριο ταχύτητας, η ζώνη ή το κράνος, αμέσως αμέσως,
στην οδήγηση), θα πω εκ προοιμίου ότι η ελευθερία του ενός να καπνίζει
έχει ήδη καταργήσει την ελευθερία του άλλου που δεν θέλει να καπνίσει.
Όμως η ελευθερία του ενός θεωρείται αυτονόητη, είναι κεκτημένη, άρα η
συζήτηση περί ελευθερίας αρχίζει από ένα σημείο και πέρα, απ’ τα μισά
του δρόμου.
Υπήρξα, είπα, μανιώδης καπνιστής, κι αυτό, παρεμπιπτόντως, θεωρείται
ακόμα μεγαλύτερο αμάρτημα, ο καπνιστής που έγινε αντικαπνιστής: «οι
πρώην καπνιστές γίνονται οι φανατικότεροι αντικαπνιστές» λέγεται, σου
το λεν κατάμουτρα, κάτι σαν τους γενίτσαρους περίπου, σε κάνουν να
σκεφτείς, σαν τους πρώην κομμουνιστές που έγιναν οι φανατικότεροι
αντικομμουνιστές, αυτό το στερεότυπο εντέλει υπόκειται στην παρατήρηση
αυτή, που σε κάνει να νιώθεις ακόμα πιο μίζερος, πιο επονείδιστος, όπως
είπα, εσύ ο αντικοινωνικός, εσύ ο εκτός, ο δακτυλοδεικτούμενος εχθρός.
Είναι βαρύ το στίγμα τού εκτός (το είπα πως θα το ρίξω στο μελό), γιατί
όντως το «μη τσιγάρο» σε θέτει αυτομάτως εκτός: ήδη οι φίλοι σου, όταν
σε προσέχουν, να μη σου έρχεται ο καπνός, όταν μετρούν το καινούριο,
απανωτό τσιγάρο την ώρα που πάνε να το ανάψουν και κάνουν αμήχανα για
λίγο πέρα το πακέτο, όταν γυρίζουν απ’ την άλλη να φυσήξουν τον καπνό,
σου θυμίζουν πόσο εκτός εντέλει είσαι, άτομο δηλαδή με ειδικές ανάγκες
που το φροντίζουν στοργικά, στην καλύτερη περίπτωση, στη χειρότερη
άτομο υστερικό, γεροπαράξενο, οπωσδήποτε αντικοινωνικό –αυτά, εντάξει,
όχι από τους φίλους, αλλά από τους τρίτους.
Γιατί το τσιγάρο είναι σήμα κοινωνικότητας, δημιουργεί κοινωνία,
φτιάχνει κοινότητα, όπως το ποτό, το χαρτί, τα σπορ, κατεξοχήν το
ποδόσφαιρο. Ο θεριακλής ή/και το γερό ποτήρι συνιστά εντέλει αξία,
ακόμα και στην κατάχρηση, ιδίως (ή ακόμα και) στο αλκοόλ, που εκεί πια
κανένας δεν αμφισβητεί το αρνητικό πρόσημο του αλκοολισμού.
Ο μανιώδης καπνιστής που εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο, παρότι
έχει ήδη προβλήματα υγείας και αυστηρή απαγόρευση απ’ το γιατρό, κάπου
μέσα μας βαθιά μάς συγκινεί, θραύσματα από μυθολογίες ηρωικές μάς
φέρνει στο νου, νά, τα δέντρα που πεθαίνουν όρθια, νά ο παλιός ο φίλος,
ο έξω καρδιά Σταμάτης, πάνε χρόνια που μας άφησε, αυτός το δήλωνε ρητά:
«καλύτερα να πεθάνω όπως γουστάρω παρά να μιζερέψω τη ζωή μου», και
συνέχισε το τσιγάρο και το κρασί παρά τα καρδιακά επεισόδια που είχε,
αυτοκτόνησε δηλαδή, πώς να μην του αναγνωρίσεις μια τέτοια απόφαση
ζωής, τέτοια λεβεντιά. (Η μία όψη βέβαια είναι αυτή, ας την αφήσουμε
κατά μέρος την άλλη, έστω και μόνο για τη μνήμη του Σταμάτη, των
διάφορων Σταμάτηδων που θα ’χουμε όλοι στη ζωή μας.)
Αντίστοιχα, ο γερός πότης που επιμένει, με όποιες προειδοποιήσεις ή
ίσως ήδη υπαρκτά προβλήματα υγείας, και με αναγνωρισμένο εδώ, όπως
είπα, τον κίνδυνο του αλκοολισμού, επίσης κάπου μας συγκινεί: μεταξύ
μας μάλιστα, στους διανοούμενους εννοώ, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε,
πανάθεμά μας, ο μύθος του καταραμένου ποιητή, του καταραμένου
καλλιτέχνη γενικότερα, του εκτός ορίων και αυτοκτονικού, μάς έχει
σημαδέψει, μας συγκλονίζει η ζωή που έδωσε το έργο που μας έθρεψε, το
έργο που θαυμάζουμε.
Με το τσιγάρο που θα προσφέρεις, όταν σου ζητηθεί ή από μόνος σου, και
αντίστροφα με το τσιγάρο που θα κάνεις τράκα όταν ξέμεινες, το ίδιο με
τη φωτιά που θα προσφέρεις ή που θα ζητήσεις (κρύβοντας μάλιστα, καμιά
φορά, τον δικό σου αναπτήρα, όταν είναι να κάνεις καμάκι),
δημιουργείται αυτομάτως «κοινότητα»: μαζί με το τσιγάρο που θα
καπνίσεις με τον άλλο θα ανταλλάξεις και δυο λόγια –μπορεί και
τηλέφωνα. (Ενώ πώς να βρεθούν και τι να πουν δύο μη καπνιστές;) Με το
ποτό, το ίδιο –για να μην πω πολύ περισσότερο. Και καλά να αρνηθείς το
τσιγάρο που σου προσφέρουν. Να αρνηθείς όμως το ποτήρι κρασί που σου
προσφέρουν, το «κάτσε να πιεις ένα ποτήρι μαζί μας»; Ύβρις –πόσο μάλλον
όταν πρόκειται για τσικουδιά στην Κρήτη! Οποία καταισχύνη, σκουλήκι
νιώθεις τότε, κατάπτυστο, μες στη μιζέρια.
Δόξα τω θεώ, γερό ποτήρι όπως παλιά δεν είμαι, κάτι όμως πίνω, αυτό το
μερίδιο καταισχύνης το γλιτώνω, το άλλο με το τσιγάρο όχι. Με πειράζει
το τσιγάρο, και δε μιλάω καθόλου για υγεία, θα την αφήσω εντελώς απέξω
την παράμετρο αυτή, όσο σοβαρή κι αν είναι: ανάλογα με την ώρα, τον
καιρό (παίζουν σαφώς ρόλο τέτοιοι παράγοντες), και βέβαια τη διάθεση,
μπορεί να έχω από απλό πονοκέφαλο έως και ναυτία. Θα μείνω όμως στο
πολύ απλό θέμα τού αν κάτι αρέσει σε κάποιον ή όχι, στο θεμελιώδες
δικαίωμα στην απόλαυση, που εύλογα διεκδικούμε όλοι. Θα μείνω δηλαδή
απλώς και μόνο στη δυσφορία που μπορεί να προκαλεί ο καπνός του
τσιγάρου. Την ίδια έστω δυσφορία που αναγνωρίζεται γενικά ότι προκαλεί
ένα ενδεχομένως υπέροχο και πανάκριβο αλλά δυνατό άρωμα, αμφισβητείται
όμως για τη μυρωδιά του τσιγάρου.
Η αποστροφή του καπνιστή για το τσιγάρο!
Δε θα μπω στη μηχανιστική λογική: «καλά δε σ’ ενοχλεί το καυσαέριο, σ’
ενοχλεί το τσιγάρο;» και ανάλογα: «αντί να κάνουν κάτι για τη μόλυνση
του περιβάλλοντος, κυνηγάνε το τσιγάρο», θα παρατηρήσω όμως ότι οι
καπνιστές που εκπλήσσονται πώς και πόσο πια μπορεί να ενοχλεί τον μη
καπνιστή το τσιγάρο (και μάλιστα σε ανοιχτό χώρο: ακόμα περισσότερο
εκεί, θα πω εγώ!), οι ίδιοι, οι περισσότεροι οπωσδήποτε, ομολογούν πως
μες στο σπίτι τούς βρομάει το τασάκι, πως αερίζουνε τα ρούχα τους όταν
γυρίζοντας από έξοδο μυρίζουν ώς και τα εσώρουχά τους (μας!), ενώ
ειδικότερα οι οδηγοί, έχω την αίσθηση οι 8 στους 10, πετάνε τη στάχτη
κι έπειτα το τσιγάρο τους έξω απ’ το παράθυρο –επειδή μυρίζει το τασάκι
και το αυτοκίνητο όλο (κι όχι απλώς επειδή πετάνε γενικότερα τα
σκουπίδια τους απέξω, αυτοί ευτυχώς δεν είναι 8 στους 10). Κάτι ακόμα
πρέπει να μας λέει ο τρόπος που οι περισσότεροι, όταν βρίσκονται στο
δρόμο, τινάζουν μακριά τη γόπα, με μια κίνηση απότομη, σχεδόν
απέχθειας, αντί να την πετάξουν απλούστατα μπροστά τους και να τη
σβήσουν πατώντας την. Ενώ έχω δει καπνιστές να πετάνε το αποτσίγαρο απ’
τη βεράντα, του σπιτιού τους ή και ξένου, αδιάφορο αν στο δρόμο κάτω ή
στην τέντα τού αποκάτω, άνθρωποι, έχει σημασία αυτό, που δε θα
πετούσανε ποτέ ούτε φλούδι πασατέμπου.
Είναι κοινή συνείδηση, δηλαδή, και σ’ αυτούς πως το τσιγάρο είναι κάτι
«βρόμικο». Που όμως τους αρέσει, όπως μου άρεσε φοβερά κι εμένα, πολλοί
το ομολογούν ότι δε θέλουν να το κόψουν, άλλοι από φόβο, για τα
παραπανίσια κιλά, για την αμηχανία με τις αυτοματικές κινήσεις και τα
χέρια, ή πώς θα δουλεύουν κτλ. (Δε μου είναι άγνωστος κανένας από
αυτούς τους φόβους, μου είναι όμως γνωστή η μεγάλη ευκολία με την οποία
το κόβεις, έτσι και το αποφασίσεις σοβαρά!) Και είναι όντως μέγα θέμα
το ψυχολογικό, η ψυχολογική εξάρτηση, ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι
ότι το τσιγάρο αποτελεί οπωσδήποτε απόλαυση.
Μόνο που αυτή η απόλαυση καταργεί αυτομάτως την απόλαυση κάποιου άλλου.
Γιάννης Η. Χάρης, Τα Νέα 28.4.2007