Τα τελευταία χρόνια έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως δύο φαρμακευτικά σκευάσματα για την καταπολέμηση του καπνίσματος.
Η βουπροπιόνη (Zyban) και πιο πρόσφατα η βαρενικλίνη (Champix). Η βουπροπιόνη είναι ένα ήπιο αντικαταθλιπτικό και αρχικά αξιοποιήθηκε ως τέτοιο. Στην πορεία των ερευνών όμως διαπιστώθηκε ότι προκαλεί απέχθεια για το τσιγάρο. Θεωρείται ότι δρα στο κέντρο της απόλαυσης του τσιγάρου στον εγκέφαλο. Πρέπει να χορηγείται υπό ιατρική παρακολούθηση και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (7-19 εβδομάδες).
Πιο αποτελεσματική και με λιγότερες παρενέργειες είναι η βαρενικλίνη. Η βαρενικλίνη αποτελεί ένα νέο φαρμακευτικό σκεύασμα το οποίο προορίζεται ειδικά για τη θεραπεία διακοπής του καπνίσματος. Η βαρενικλίνη δεν είναι αντικαταθλιπτικό, όπως η βουπροπιόνη, και δρα στους υποδοχείς της νικοτίνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Η βαρενικλίνη έχει την ιδιότητα να ανακουφίζει από την έντονη επιθυμία για νικοτίνη και από τα στερητικά συμπτώματα. Παράλληλα λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας της ψυχολογικής εξάρτησης από τη νικοτίνη, που δημιουργείται μέσω της τελετουργίας του ανάμματος του τσιγάρου.
Απαραίτητη προϋπόθεση πριν από την έναρξη της λήψης βαρενικλίνης είναι ο καθορισμός της ημερομηνίας διακοπής. Η χορήγηση ξεκινά αφού πρώτα το άτομο έχει αποφασίσει μια ημερομηνία διακοπής μέσα στη δεύτερη εβδομάδα της θεραπείας (μεταξύ της ημέρας 8 και της ημέρας 14). Η θεραπεία έχει διάρκεια 12 εβδομάδων. Εφόσον το άτομο έχει πραγματοποιήσει διακοπή, ο γιατρός μπορεί να προτείνει τη συνέχιση της θεραπείας για ακόμη 12 εβδομάδες. Ο κίνδυνος υποτροπής είναι αυξημένος την περίοδο αμέσως μετά το τέλος της θεραπείας. Ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη σταδιακή μείωση της δόσης κατά το τέλος της θεραπείας.
Η βαρενικλίνη εκτιμάται ότι έχει ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, πολλές από τις οποίες όμως προέρχονται από τη στέρηση της νικοτίνης και όχι από το φάρμακο και ως εκ τούτου βαθμιαία υποχωρούν μέσα στο πρώτο δεκαήμερο από τη λήψη της. Για ενοχλήσεις στο στομάχι, ευθύνεται το γεγονός ότι ορισμένοι δεν πίνουν νερό με τη λήψη του φαρμάκου. Σε περίπτωση παρενεργειών που επιμένουν, είναι δυνατή η μείωση της δοσολογίας χωρίς να μειωθεί σημαντικά η δράση του φαρμάκου. Η βαρενικλίνη έχει αξιολογηθεί ως ασφαλής και καλά ανεκτή από τον οργανισμό, ενώ ως πιθανές παρενέργειες του φαρμακευτικού αυτού σκευάσματος αναφέρονται η ναυτία, οι κεφαλαλγίες, η δυσκοιλιότητα και η βίωση άσχημων ονείρων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Σε περίπτωση που εμφανισθούν ανεπιθύμητες ενέργειες που το άτομο δεν μπορεί να ανεχθεί, ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει τη μείωση της δόσης προσωρινά ή μόνιμα.
Προγράμματα χορήγησης βαρενικλίνης για διάστημα 12 εβδομάδων φαίνεται να οδηγούν σε ποσοστά διακοπής περίπου 44%. Πιο πρόσφατες μελέτες αναφέρουν μεγαλύτερα ποσοστά διακοπής όταν η θεραπεία διαρκεί για 24 εβδομάδες. Θα πρέπει όμως να τονιστεί πως κανένα φάρμακο από μόνο του δεν μας κάνει να κόψουμε το τσιγάρο. Τα φάρμακα κάνουν τη διαδικασία πιο εύκολη. Οταν όμως συνδυάζονται με συμβουλευτική-συμπεριφορική υποστήριξη τότε διπλασιάζεται, ακόμα και τριπλασιάζεται, η αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Ελευθεροτυπία, Τρίτη 22 Ιουνίου 2010
Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥΝΤΑ, αν. καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής, Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, προέδρου ΕΟΦ