X

Το κάπνισμα και το εύκαμπτο δίκαιο

Ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται γενικώς και αδιακρίτως, παντού και πάντοτε! Σ’ αυτήν την εδραία -αλλά εν μέρει αφελή- πεποίθηση στηρίζονται όσοι από τους συμπολίτες μας οργίζονται βλέποντας τις Αρχές να αδρανούν και να μην τιμωρούν τους παραβάτες της αντικαπνιστικής νομοθεσίας.


Ας σοβαρευτούμε λίγο. Νόμοι που δεν εφαρμόζονται-οι λεγόμενοι ανίσχυροι ή μη ενεργοί νόμοι- υπάρχουν από καταβολής κόσμου και κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι αποτελούν σύμπτωμα ανώμαλων νομικών συστημάτων ή γνώρισμα νοσούντων κρατών ή, ακόμη χειρότερα, προνόμιο ατίθασων και αδιόρθωτων πολιτών.
Ο νόμος είναι κάτι σαν διακήρυξη αρχών: ένας αφηρημένος κανόνας, κατά τεκμήριο δίκαιος και γενικής εφαρμογής, που αποβλέπει στην ισότητα των πολιτών και την ευνομία των πολιτειών. Η ενέργεια του νόμου είναι κάτι διαφορετικό: είναι η εισβολή της ρυθμιστικής γενικότητας, του καταναγκασμού και της βίας στην πραγματική ζωή των ανθρώπων – στο κατ’ εξοχήν πεδίο της αυτονομίας και της ιδιορρυθμίας.
Αντιμέτωπη με αυτήν την αντίφαση, κάθε συνετή πολιτεία φροντίζει ώστε το επιβαλλόμενο δίκαιο να είναι εύκαμπτο κατά την εφαρμογή του: να μην αδιαφορεί για την ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπου, να μη συγκρούεται έντονα με τις ενδημούσες στην κοινωνία τάσεις και βέβαια να μην συνεπάγεται υπέρμετρο κόστος, κοινωνικό ή οικονομικό. Με άλλα λόγια, η πολιτεία φροντίζει ώστε η προστασία των έννομων αγαθών να μην κάνει περισσότερο κακό απ’ όσο καλό.
Η ευκαμψία αυτή κατά την εφαρμογή του δικαίου επιτυγχάνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ο «νόμιμος» και δεν γεννά απορίες. Αναφέρομαι, όχι μόνο στις εξαιρέσεις που συνήθως συνοδεύουν κάθε κανόνα δικαίου, αλλά και σε όλα εκείνα τα «τεχνάσματα» που επινοεί ο νομοθέτης στην προσπάθειά του να μετριάσει τη γενικότητα του νόμου και τα οποία επιτρέπουν την εξειδίκευση ή την εξατομίκευση των νομικών καταστάσεων: τις διατάξεις του λεγομένου ενδοτικού δικαίου, τις αόριστες νομικές έννοιες της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, των συναλλακτικών ηθών και της καταχρήσεως δικαιώματος, τις διαβαθμίσεις της υπαιτιότητας, την ποικιλία των λόγων που εμποδίζουν τον ποινικό κολασμό, ακόμη και την ελευθερία που αναγνωρίζεται στον ποινικό δικαστή να «αμφιβάλλει» – δηλαδή, κατ’ ουσίαν, να αποδίδει δικαιοσύνη με πνεύμα επιείκειας και καταλλαγής, έστω και contra legem.
Ο δεύτερος τρόπος είναι ο «παράνομος». Στην προκειμένη περίπτωση -που αφορά συνήθως σε ήσσονος σημασίας παραβάσεις οι οποίες, όμως διαπράττονται με μεγάλη συχνότητα από μεγάλο αριθμό πολιτών- η πολιτεία αποφασίζει να οδηγήσει την ευκαμψία των νόμων στα ακραία όρια. Και τότε είτε δεν εφαρμόζει τον νόμο καθόλου, είτε αρκείται σε μια σποραδική ή δειγματοληπτική εφαρμογή του.
Ο λόγος είναι προφανής: η σώφρων πολιτεία άλλοτε αναγνωρίζει ότι η νομοθετική ρύθμιση πλήττει πάγιες και βαθιά ριζωμένες κοινωνικές συνήθειες (που μόνο ο χρόνος μπορεί να εξαλείψει ), άλλοτε εκτιμά ότι η καθολική πάταξη των παραβάσεων είναι υπέρμετρα δαπανηρή, και άλλοτε κρίνει ότι η γενικευμένη καταστολή θα επιβαρύνει την κοινωνία με ένα δυσβάστακτο ποσό «ποινικότητας», ασύμβατο με την ανάγκη διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης.
Και τότε, αφού δεν εφαρμόζονται, γιατί δεν καταργούνται αυτοί οι άχρηστοι νόμοι; θα διερωτηθούν όσοι δεν γνωρίζουν πώς ακριβώς λειτουργεί το δίκαιο. Οτι, δηλαδή, κάθε (ποινικός) νόμος πρώτα απαγορεύει, έπειτα απειλεί και, τέλος, τιμωρεί. Και ότι η παράλειψη της επιβολής της ποινής δεν επηρεάζει την ισχύ ούτε της απαγόρευσης ούτε της απειλής. Με αποτέλεσμα ο νόμος να εξακολουθεί να λειτουργεί όχι μόνον αποτρεπτικά (με τον φόβο τυχόν ενεργοποίησης της ποινής) αλλά και παιδευτικά, έτσι ώστε να επιτρέπει στην πολιτεία να προσδοκά ότι οι πολίτες, εν καιρώ, θα συμμορφωθούν αυτοπροαιρέτως (το είδαμε να συμβαίνει με την υποχρεωτική χρήση των ζωνών ασφαλείας).
Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις θα ήταν αρκετές για να εξηγηθεί, μεταξύ άλλων, και η ανοχή που επιδεικνύουν οι Αρχές του τόπου μας απέναντι στις παραβάσεις της αντικαπνιστικής νομοθεσίας. Είναι, όμως, νόμος -διεπόμενος από τη λογική και αποβλέπων στη Δικαιοσύνη- αυτό το νομικό εξάμβλωμα που ισχύει σήμερα και επιβάλλει την πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους;
Δημιούργημα μιας άβουλης υπουργού, που υπέκυψε στις πιέσεις μιας ομάδας ταλιμπάν του υγιεινισμού εμποτισμένων από το πνεύμα του αγγλοσαξωνικού πουριτανισμού, ο αντικαπνιστικός νόμος -υπό το πρόσχημα της προστασίας της δημόσιας υγείας- αγνόησε πάγιους κοινωνικούς και πολιτιστικούς εθισμούς, αδιαφόρησε για την αναζήτηση ενδιάμεσων, ελαστικών και επιεικών ρυθμίσεων, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, και εγκαταστάθηκε στο νομικό μας σύστημα ως κτήμα ες αεί – υπόδειγμα άκαμπτου νόμου προς αποφυγήν (και προς ανυπακοήν).
* Ο κ. Χρίστος Ζουράρης είναι δικηγόρος.
Καθημερινή, 12-01-12
Σχετικά άρθρα