Μια πρωτεΐνη του εγκεφάλου, η οποία μελετήθηκε σε ποντίκια και αρουραίους, ρυθμίζει το κατά πόσο τα πειραματόζωα βρίσκουν τη νικοτίνη ευχάριστη ή απωθητική. Η μελέτη ίσως εξηγεί γιατί ορισμένοι άνθρωποι εθίζονται πιο εύκολα από άλλους, και ίσως κάποτε οδηγήσει σε φάρμακα που κάνουν το τσιγάρο τόσο αηδιαστικό, ώστε ο καπνιστής θα είναι εύκολο να το κόψει.
Η έρευνα αφορά τον «α5 νιτοτινικό υποδοχέα της ακετυλοχολίνης», έναν από τους υποδοχείς του εγκεφάλου στους οποίους συνδέονται τα μόρια της εθιστικής νικοτίνης.
Στα ζώα, και πιθανώς και στον άνθρωπο, ο υποδοχέας αυτός υπάρχει σε διάφορες ποικιλίες και ρυθμίζει την πρόσληψη νικοτίνης:
Με τη «φυσιολογική» μορφή του υποδοχέα, ακόμα και μια μικρή δόση νικοτίνης αρκεί για να στείλει ένα αρνητικό μήνυμα στον εγκέφαλο, το οποίο λέει «σταμάτα να καταναλώνεις αυτή την ουσία».
Οι μεγαλύτερες δόσεις δημιουργούν ένα αίσθημα έντονης αποστροφής, παρόμοιο με αυτό που προκαλούν «τα χαλασμένα τρόφιμα ή ποτά», σχολιάζει στο AFP o Δρ Πολ Κένι, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Ο ρόλος του υποδοχέα α5 ήταν γνωστός από προηγούμενες μελέτες, ωστόσο ο Δρ Κένι και οι συνεργάτες του στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Scripps της Φλόριντα θέλησαν να τον μελετήσουν από γενετική άποψη.
Ο συγκεκριμένος υποδοχέας είναι ένα μεγάλο μόριο που αποτελείται από αρκετές επιμέρους πρωτεΐνες, ή υπομονάδες.
Στο τελευταίο πείραμα, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Nature, οι ερευνητές δημιούργησαν γενετικά τροποποιημένα πειραματόζωα από τα οποία απουσίαζε ένας συγκεκριμένος υποδοχέας, αυτός που ελέγχεται από το γονίδιο CHRNA5.
Τα πειραματόζωα αυτά δεν έδειχναν αποστροφή ακόμα και σε μεγάλες δόσεις νικοτίνης, και σύντομα εθίζονταν και γίνονταν «θεριακλήδες».
Δυστυχώς, αυτό που συμβαίνει στα γενετικά τροποποιημένα πειραματόζωα συμβαίνει και σε πολλούς ανθρώπους: Προηγούμενες μελέτες (μελέτες γενωμικού συσχετισμού) έχουν δείξει ότι το 30 με 35 τοις εκατό των ανθρώπων στις ΗΠΑ φέρουν μια ποικιλία του γονιδίου CHRNA5 που προδιαθέτει για εθισμό στη νικοτίνη.
«Τα δεδομένα μας πιθανότατα εξηγούν το γεγονός ότι ορισμένα άτομα με αυτή τη γενετική ποικιλομορφία είναι πιο ευάλωτοι στον εθισμό στο κάπνισμα» εκτιμά ο Δρ Κένι.
«Είναι πιθανό ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι λιγότερο ευαίσθητοι στις απωθητικές ιδιότητες της ουσίας [της νικοτίνης]» εξηγεί.
Στο μέλλον, ελπίζουν οι ερευνητές, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν φάρμακα που επιδρούν στον υποδοχέα α5 και τον επαναφέρουν στη «φυσιολογική» λειτουργία του.
Φάρμακα που συνδέονται στους υποδοχείς της νικοτίνης στον εγκέφαλο κυκλοφορούν ήδη στην αγορά, και πράγματι αυξάνουν το ποσοστό επιτυχίας στη διακοπή του καπνίσματος.
Δεδομένου όμως ότι η νικοτίνη συνδέεται σε πολλούς υποδοχείς, και επιδρά στα κυκλώματα ευχαρίστησης του εγκεφάλου, είναι πιθανό ότι καμία φαρμακευτική προσέγγιση δεν θα είναι απόλυτα αποτελεσματική, αν κανείς δεν καταβάλλει και λίγη προσπάθεια.
in.gr – 31 Ιαν. 2011