Υψηλός επιπολασμός του καπνίσματος στην Ελλάδα
Υψηλός εξακολουθεί να είναι ο επιπολασμός του καπνίσματος στην Ελλάδα παρά τη μείωση του αριθμού των καπνιστών τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο επιστημονικό συνέδριο “1st Scientific Summit on Tobacco Harm Reduction: Novel products, Research & Policy” που διεξήχθη 8-9 Ιουνίου στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη συνεδρία «Tobacco control and smoking cessation» το κάπνισμα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα δημόσιας υγείας και σημαντική απειλή για την υγεία και την ευεξία, παγκοσμίως. Την τελευταία δεκαετία το συνολικός αριθμός θανάτων από το κάπνισμα τριπλασιάστηκε, από 2,1 εκατ. σε 6 εκατομμύρια. Δέκα τρία εκατομμύρια Ευρωπαίοι πάσχουν από κάποια χρόνια ασθένεια που οφείλεται στο κάπνισμα, με συνέπεια αυξημένες ανάγκες θεραπείας (συνήθως διά βίου), σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τα συστήματα υγείας και απώλεια παραγωγικότητας οφειλόμενη στη νοσηρότητα και θνητότητα.
Τα επιδημιολογικά στοιχεία για την Ελλάδα δείχνουν ότι έχουμε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά επιπολασμού του καπνίσματος μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, ωστόσο παρατηρείται σημαντική μείωση στα ποσοστά αυτά συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία. Τα τελευταία 50 χρόνια, καταγράφηκαν περίπου 420.000 θάνατοι από σχετιζόμενες με το κάπνισμα νόσους στην Ελλάδα. Η τελευταία εκτίμηση είναι ότι 18,1% των θανάτων στον πληθυσμό άνω των 35 ετών οφείλεται στο κάπνισμα.
Η μελέτη «Υγεία και Ευημερία» της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, όπως ανέφερε στην ομιλία του ο Κώστας Αθανασάκης, Ερευνητής, Τμήμα Οικονομικών της Υγείας, ΕΣΔΥ, δείχνει σταθερή μείωση του ποσοστού των καπνιστών στην Ελλάδα: σύμφωνα με στοιχεία του 2006 το ποσοστό των καπνιστών στους ενήλικες ανερχόταν σε 46,8% ενώ σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία ανέρχεται σε περίπου 32,1%. Ενδεικτικά, Το άμεσο κόστος του τσιγάρου είναι, με συντηρητικές εκτιμήσεις, 1,76 δισ. (δηλ. 7,9% των συνολικών δαπανών για την υγεία), ενώ το άμεσο και το έμμεσο κόστος ανέρχονται σε 3,27 δισ. ευρώ ή 1,5% του ΑΕΠ.
Παρουσιάζοντας τις πολιτικές ευρωπαϊκών και άλλων κρατών, παγκοσμίως σε σχέση με το ηλεκτρονικό τσιγάρο, ο Νίκος Μανιαδάκης καθηγητής Τομέα Οργάνωσης & Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας, αναπληρωτής Κοσμήτορας της ΕΣΔΥ, επισήμανε ότι παρότι σύμφωνα με κάποια πρώτα στοιχεία, ορισμένα προϊόντα συνδέονται με σημαντική μείωση της έκθεσης σε βλαβερές τοξικές ουσίες, τα επιστημονικά δεδομένα δεν είναι αρκετά για να αξιολογήσουμε με βεβαιότητα τις διαφορές κινδύνου μεταξύ νεότερων και υπαρχόντων προϊόντων καπνού.
«Κυκλοφορούν διάφορες κατηγορίες προϊόντων, επομένως είναι σημαντική η επίβλεψη της αγοράς, μέσω της εξέτασης των χημικών χαρακτηριστικών, τοξικών ουσιών, της τοξικότητας, πιθανότητας εθισμού, κινδύνου νόσου κ.ά.», τόνισε ο κ. Μανιαδάκης, και είπε ότι οι ισχυρισμοί των παραγωγών των νέων προϊόντων απαιτείται να εξεταστούν από ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές και να προσδιοριστεί η ισχύς τους.
Στη συνεδρία με τίτλο «Clinical Development» οι ομιλητές αναφέρθηκαν στην κλινική έρευνα – ανάπτυξη αναφορικά με τα νέα προϊόντα καπνού. Ειδικότερα παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά τα πρώτα αποτελέσματα μελέτης για τις επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό του Συστήματος θέρμανσης καπνού (THS) συγκριτικά με το κάπνισμα. Η μελέτη εξέτασε ισότιμα οκτώ καταληκτικά σημεία κινδύνου (μεταβολισμό λιπιδίων, θρόμβωση, ενδοθηλιακή λειτουργία, οξεία επίπτωση του μονοξειδίου του άνθρακα, φλεγμονή, οξειδωτικό στρες, πνευμονική λειτουργία, γενοτοξικότητα) σε ενήλικες καπνιστές που μετέβησαν από το τσιγάρο στο σύστημα θέρμανσης καπνού συγκριτικά με καπνιστές που συνέχισαν το τσιγάρο, και έδειξε ότι η πλήρης μετάβαση (χωρίς παράλληλη χρήση συμβατικού τσιγάρου) είναι η καλύτερη λύση για τους καπνιστές. Οι πέντε από τους 8 παράγοντες που εξετάστηκαν έδειξαν ευνοϊκή μεταβολή μετά τη μετάβαση στο σύστημα θέρμανσης καπνού.
Τα αποτελέσματα της μετάβασης από το συμβατικό στο ηλεκτρονικό τσιγάρο εξετάζει και η μελέτη «SmokeFreeBrain Study» η οποία χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην οποία συμμετέχουν το Πανεπιστήμιο St. George’s του Λονδίνου, το Βρετανικό Σύστημα Δημόσιας Υγείας και το ΑΠΘ. O Αλέξις Μπάιλι, λέκτορας Νευροφαρμακολογίας στο βρετανικό πανεπιστήμιο, επισήμανε ότι η μελέτη αυτή παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την ασφάλεια του ηλεκτρονικού τσιγάρου, για την αποτελεσματικότητά του στη διακοπή του καπνίσματος διερευνώντας τους βιολογικούς και νευροβιολογικούς μηχανισμούς πίσω από τη δράση του ηλεκτρονικού τσιγάρου.
Στη μελέτη συμμετείχαν ενήλικες καπνιστές (>10 τσιγάρα/ημ.) που επιθυμούσαν να διακόψουν το κάπνισμα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ελαφρά μείωση της εξάρτησης από τη νικοτίνη και της επιθυμίας για τσιγάρο, μείωση της κατανάλωσης νικοτίνης, ελαφρά βελτίωση της ποιότητας του ύπνου και της ποιότητας ζωής γενικότερα. Ενώ αρχικά οι συμμετέχοντες στη μελέτη εμφάνισαν «σύνδρομο στέρησης», έπειτα από 28 ημέρες χρήσης του ηλεκτρονικού τσιγάρου, τα συμπτώματα εξομαλύνθηκαν. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα συνάδουν με τη χρήση του ηλεκτρονικού τσιγάρου στη διακοπή καπνίσματος.
Κάπνισμα: Υψηλός επιπολασμός στην Ελλάδα – Τι επιπτώσεις υγείας έχουν τα νέα καπνικά προϊόντα