Κάπνισμα, ελευθερία και πατερναλισμός
Όσο και αν «καταπιέζεται» ο ενεργητικός καπνιστής, η καταπίεση που υφίσταται ο παθητικός καπνιστής είναι πολύ μεγαλύτερη.
Τα νέα μέτρα κατά του καπνίσματος που εξήγγειλε το υπουργείο Υγείας δεν διχάζουν μόνο την κοινή γνώμη αλλά και τα ίδια τα άτομα, σε πολλές περιπτώσεις, που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες αρχές. Ορισμένοι μανιώδεις καπνιστές τάσσονται υπέρ των νέων μέτρων πιστεύοντας ότι το κράτος οφείλει να απαγορεύσει το κάπνισμα για να προστατεύσει τους πολίτες από κάτι που τους βλάπτει. Οι καπνιστές αυτοί θεωρούν ότι έχουν να ωφεληθούν από τα περιοριστικά μέτρα, παρά το γεγονός ότι στερούνται ορισμένων ελευθεριών που τις θεωρούν βασικές.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με ορισμένους αντικαπνιστές, οι οποίοι αντιτίθενται στον κρατικό πατερναλισμό που επιβάλλει στους πολίτες ορισμένα μέτρα «για το καλό τους» αλλά τάσσονται τελικά υπέρ των νέων μέτρων για δύο λόγους. Ο ένας σημαντικός, αλλά εκτός του πεδίου αναζήτησης αυτού του άρθρου είναι ότι τα νέα μέτρα κατά της καπνιστικής ασυδοσίας συμβάλλουν στην απαλλαγή της χώρας από τα τριτοκοσμικά στοιχεία που προσβάλλουν την αισθητική της και την εικόνα που θέλει να δώσει για τον εαυτό της εν όψει του 2004. Ο άλλος λόγος για τον οποίο μπορεί και πρέπει κανείς να επικροτήσει τα νέα μέτρα από φιλελεύθερη σκοπιά έχει να κάνει με τα δικαιώματα του ατόμου, στο μέτρο που το δικαίωμα του καπνιστή να καπνίζει ελεύθερα έχει ως όριο τους πνεύμονες του μη καπνιστή. Οσο και αν «καταπιέζεται», επομένως, ο ενεργητικός καπνιστής με τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλει το υπουργείο Υγείας, η καταπίεση που υφίσταται ο παθητικός καπνιστής στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη.
Από την άλλη μεριά, είναι δικαιολογημένη η αντίθεση που εκφράζεται κατά του κρατικού πατερναλισμού. Ζούμε σε μια σύγχρονη, ανοιχτή κοινωνία, τα μέλη της οποίας λογίζονται ώριμα και κατά βάση ορθολογικά. Πολλοί είναι οι φιλελεύθεροι συνεπώς που υποστηρίζουν, ορθά ως ένα σημείο, ότι δεν είναι δυνατόν στον πολιτισμό της ανοιχτής κοινωνίας να γίνονται παρεμβάσεις του κράτους «για το καλό του καθενός».
Το επιχείρημα όμως κατά του κρατικού πατερναλισμού δεν ισχύει απόλυτα στην περίπτωση του καπνού. Μπορεί να μην αναγνωρίζεται ο ρόλος του κράτους ως κηδεμόνα της κοινωνίας, δεν αμφισβητείται ωστόσο ο ρόλος του ως προστάτη των βασικών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου όταν αυτά καταπατούνται, όταν δηλαδή επιβάλλεται αυθαίρετα σε κάποιον μια βλάβη από κάποιον άλλον, το κόστος της οποίας είναι «εξωτερικό» στον βλάπτοντα αλλά «εσωτερικό» στον υφιστάμενο τη βλάβη.
Και ασφαλώς το κάπνισμα προκαλεί βλάβη στον ενεργητικό αλλά και στον παθητικό καπνιστή. Ο ενεργητικός καπνιστής, όμως, πέρα από τη βλάβη που προξενεί στη δική του υγεία, έχει ως αντιστάθμισμα την ευχαρίστηση που του προσφέρει το κάπνισμα. Επωμίζεται μόνο ένα μέρος του συνολικού κόστους αυτής της δραστηριότητάς του, που δεν είναι απλώς αυτό που πληρώνει για τα τσιγάρα και τα σπίρτα του, αλλά όλες οι συνακόλουθες αρνητικές συνέπειες που ξεπερνούν το άτομό του. Ενα μέρος του συνολικού κόστους το επιβάλλει στον παθητικό καπνιστή, ο οποίος δεν έχει τίποτε σε αντάλλαγμα της βλάβης που υφίσταται. Οι οπαδοί του φιλελευθερισμού που αντιτίθενται στα νέα μέτρα του υπουργείου Υγείας στο όνομα της ελευθερίας δεν λαμβάνουν υπόψη τους αυτή τη διάσταση του προβλήματος. Διότι στέρηση της ελευθερίας σημαίνει ακριβώς αυτό: την επιβολή κάποιου κόστους με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή του περιορισμού στα αναγνωρισμένα δικαιώματα οποιουδήποτε ατόμου. Και το κράτος οφείλει να προφυλάξει τους πολίτες του από την αυθαίρετη επιβολή ενός τέτοιου κόστους όταν αυτό επιβάλλεται από οποιονδήποτε άλλον εκτός από το ίδιο το κράτος υπό τις συνθήκες του σύγχρονου κρατισμού.
Ασφαλώς αυτό δεν συνηγορεί υπέρ του κρατικού πατερναλισμού, που είναι ασύμβατος με την ανοιχτή και ακηδεμόνευτη κοινωνία στην οποία ζούμε. Την ανάγκη όμως κάποιας μορφής πατερναλισμού αναγνωρίζουμε όλοι όσον αφορά τα ανήλικα παιδιά, τους παράφρονες αλλά και εμάς τους ίδιους στις λιγότερο ορθολογικές στιγμές μας, όταν αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της ακρασίας, όπως ονόμαζε ο Αριστοτέλης τη φαινομενική αντινομία στην ανθρώπινη θέληση. Το αντιμετωπίζουμε με «αυτο-πατερναλιστικά» μέτρα. Συχνά «υποχρεώνει» κανείς τον εαυτό του να δράσει σύμφωνα με την ορθολογική επιλογή του και όχι σύμφωνα με την ορμέμφυτη έφεσή του, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας που τοποθετεί το ξυπνητήρι του αρκετά μακριά από το κρεβάτι του για να υποχρεωθεί να σηκωθεί για να το κλείσει!
Αν, επομένως, νομιμοποιείται κάποια μορφή «αυτο-πατερναλισμού» όπως την περιέγραψα πιο πάνω, δεν προσβάλλεται η ελευθερία του καπνιστή αν του δίδεται η ευκαιρία να επιβάλλει αυτό που πραγματικά θέλει αν το θέλει με τις νέες απαγορεύσεις: όχι διότι αναγνωρίζεται στο κράτος ο ρόλος κηδεμόνα ή παραμάνας αλλά εκείνος του φύλακα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών μας.
Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ
(Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Το ΒΗΜΑ, 09/06/2002