Τα γονίδια του καπνίσματος

«Το πιο εύκολο πράγμα είναι να κόψεις το κάπνισμα, εγώ το ‘χω κόψει
χίλιες φορές» έλεγε, όπως υποστηρίζεται, ο Μπέρναρντ Σο, κάτι που
θυμίζει σε πολλούς τον εαυτό τους, όπως θυμίζει και το ότι άλλοι
αποδεσμεύονται εύκολα από αυτή την επιβλαβή και επικίνδυνη συνήθεια,
ενώ άλλοι δυσκολεύονται ή δεν το κατορθώνουν ποτέ.

Και παρά τις πάμπολλες έρευνες που ενοχοποιούν το κάπνισμα για πολλές διαταραχές της υγείας μας με τεράστιες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις, ο καπνιστής πιστεύει συνήθως ότι δεν θα συμβεί τίποτε σ’ αυτόν αλλά στους άλλους, ενώ ανησυχητική είναι η κατάσταση και με τα νέα παιδιά, τους μαθητές και τις μαθήτριες, καθώς μικραίνει συνεχώς η ηλικία που αρχίζουν το κάπνισμα, αλλά είτε δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο διότι δεν τον γνωρίζουν επαρκώς είτε προσχωρούν στο παραμορφωμένο πρότυπο του καπνιστή-μεγάλου, στάση που προβληματίζει. Οι στατιστικές ενδείξεις για την καταστρεπτική επίδραση του καπνίσματος είναι στην ημερήσια διάταξη· το ίδιο και οι περισπούδαστες αναλύσεις και προτροπές των επαϊόντων προς τους καπνιστές. Δικαστήρια ενοχοποιούν ήδη καπνοβιομηχανίες, απαγορευτικές οδηγίες αποβάλλουν τους καπνιστές από τους δημόσιους χώρους, αλλά το «φαινόμενο» δεν υποχωρεί. Τι είναι αυτό λοιπόν που κατευθύνει μια τέτοια συμπεριφορά; Μήπως, π.χ., φταίει το περιβάλλον; Τα πρότυπα των μεγάλων, η βιασύνη των νέων να τους μοιάσουν, η επίδειξη χειραφέτησης, η αντίδραση δραπέτευσης από την αμηχανία της στιγμής και τόσα άλλα που κατά καιρούς προβάλλονται ως ερμηνείες; Και πώς ως σήμερα που η γενετική μας αυτογνωσία δείχνει το ανάστημά της δεν έχουμε καταφέρει να δούμε επακριβώς αν φταίνε τα γονίδιά μας για αυτή την κακή μας «τύχη» να είμαστε καπνιστές;

Στο ερώτημα που αφορά τα γονίδια θα εστιάσουμε τη σημερινή επικοινωνία μας, σε μια προσπάθεια να φωτίσουμε τις επιστημονικές προσδοκίες αλλά και προτροπές, καθώς η ερευνητική σκαπάνη πάντα συναντά τη γενετική και την περιβαλλοντική αιτιολογία για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του καπνίσματος· αναμφίβολα μια περίπλοκη συμπεριφορά η οποία προσεγγίζεται πολλά χρόνια τώρα μέσα από επιδημιολογικές μελέτες και πιο πρόσφατα με γενετικές έρευνες που έχουν δώσει ορισμένες ενδείξεις και της γενετικής συμβολής. Π.χ., υποστηρίζεται από τον Λι με μελέτες διδύμων ότι ο συντελεστής κληρονομησιμότητας είναι τουλάχιστον 50% και για να αρχίσει κανείς το κάπνισμα και για να επιμείνει σ’ αυτό· ο συντελεστής κληρονομησιμότητας αφορά τις γενετικές εκείνες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων οι οποίες συμβάλλουν στη διαφοροποίησή τους σε καπνιστές και μη καπνιστές. Υποστηρίζεται ακόμη ότι υπάρχει διαφορά ως προς τη γενετική και περιβαλλοντική συμβολή μεταξύ ανδρών και γυναικών, ότι ενοχοποιούνται ορισμένες παραλλαγές γονιδίων όπως του κυτοχρώματος Ρ450, του υποδοχέα της ντοπαμίνης (DRD2), της μεταφοράς της σεροτονίνης και ότι εμπλέκονται 15 άλλοι γενετικοί τόποι του 8ου χρωμοσώματος, χωρίς όμως να υπάρχει σε καμία περίπτωση η αποδεικτική βαρύτητα.

Αλλες σχετικές οικογενειακές μελέτες ενοχοποιούν μερικά χρωμοσώματα για την εξάρτηση από τη νικοτίνη, αλλά και τον ρυθμό του καπνίσματος, όπως το 4, το 7, το 9, το 11, το 14 και το 17, ενώ υποστηρίζεται επίσης ότι μερικές από τις περιοχές των εν λόγω χρωμοσωμάτων όπως και άλλων (1, 6, 12, 15, 20, 21) πιθανόν ευθύνονται και για την προδιάθεση εθισμού της νικοτίνης. Σχετική χρωμοσωματική συσχέτιση παρουσιάζεται και από άλλες ερευνητικές προσεγγίσεις, από τη Βινγκ λ.χ., η οποία ενοχοποιεί τέσσερις γενετικούς μάρτυρες που βρίσκονται στα χρωμοσώματα 3, 6, 10 και 14. Μάλιστα ο μοριακός μάρτυρας του 6ου χρωμοσώματος βρέθηκε κοντά σε μια ομάδα γονιδίων γνωστών ως γονίδια της S-μεταφεράσης άλφα της γλουταθειόνης που κωδικοποιούν αποτοξινωτικά ένζυμα. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν συμβάλλουν βέβαια στην ενοχοποίηση κάποιου συγκεκριμένου γονιδίου, που αν ήταν τόσο απλή η κατάσταση θα ‘ταν διαφορετική και η αντιμετώπιση του προβλήματος· αποκαλύπτουν όμως ότι το κάπνισμα τσιγάρου είναι μάλλον ένα ποσοστικό, πολυγονιδιακό χαρακτηριστικό που εξ ορισμού επηρεάζεται από το περιβάλλον. Οι παρατηρήσεις αυτές ωστόσο ανοίγουν αναμφίβολα το κεφάλαιο κατανόησης της γενετικής του καπνίσματος.

Στο πλαίσιο αυτό η Ζίγλερ αναφέρει ότι έχουν εντοπισθεί τέσσερις παραλλαγές ενός γονιδίου που συμβάλλει στον μεταβολισμό της νικοτίνης και μπορεί το γονίδιο αυτό να αποδειχθεί χρήσιμο για την προστασία μερικών καπνιστών από την εξάρτηση. Ενας άλλος ερευνητής, ο Λερμάν, μελέτησε, εκτός από το προαναφερθέν DRD2 γονίδιο, και το SLCGA3, που πιθανόν επηρεάζει τη συμπεριφορά του καπνίσματος μέσα από τη δράση της ντοπαμίνης του εγκεφάλου· το 46% των καπνιστών είχε μια παραλλαγή του SLCGA3 που δεν υπήρχε στο 54% των μη καπνιστών, ενώ σε συνδυασμό με μια παραλλαγή του DRD2 η πιθανότητα να γίνει κανείς καπνιστής μειώνεται κι άλλο.

H ομάδα του Λερμάν μελέτησε τις παραλλαγές και του γονιδίου 5-HTTLPR που συμβάλλει στη ρύθμιση της σεροτονίνης του εγκεφάλου· μια τέτοια παραλλαγή βρέθηκε να συνδέεται με τη νευρωτική κατάσταση και ταυτόχρονα με αυξημένη εξάρτηση στη νικοτίνη. Ιδιαίτερης σημασίας είναι και μια πιο πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό «Nature» από την ομάδα Σίξμα που ανακάλυψε μια πρωτεΐνη στα σαλιγκάρια η οποία ελέγχει τη μεταβίβαση των νευρωνικών παλμών και συμβάλλει στην κατανόηση λειτουργίας των υποδοχέων νευροδιαβίβασης που αντιδρούν στη νικοτίνη. Μια φυσική νευροδιαβιβαστική ουσία που συμμετέχει στην επικοινωνία μεταξύ των χοληνεργικών συνάψεων των νευρώνων (κύτταρα του εγκεφάλου) είναι η ακετυλοχολίνη, την οποία φαίνεται να μιμείται η νικοτίνη· και όταν δεσμεύονται με τον σχετικό υποδοχέα ανοίγουν το κανάλι ροής των ιόντων νευροδιαβίβασης. Γι’ αυτό μόρια που ενεργοποιούν ή μπλοκάρουν τέτοιους υποδοχείς ανοίγουν τον δρόμο για την αντιμετώπιση θεραπειών και ίσως ελέγχου του εθισμού στη νικοτίνη.

Στο ίδιο επίπεδο μοριακής προσέγγισης της γενετικής του καπνίσματος η ομάδα Τζίλιλαντ αποκάλυψε προσφάτως πιο μακρόχρονες επιπτώσεις που αφορούσαν τις αυξημένες πιθανότητες εκδήλωσης άσθματος όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στα εγγόνια γυναικών που κάπνιζαν κατά την εγκυμοσύνη. Το εύρημα αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί στην πρόκληση κληρονομήσιμων επιγενετικών τροποποιήσεων του DNA, όχι αλλαγών των βάσεών του δηλαδή, αλλά χημικής αλλοίωσής του με αποτέλεσμα τον επηρεασμό της γονιδιακής ρύθμισης· μια τέτοια επιγενετική επίδραση θα μπορούσε να ‘χει επιπτώσεις και σε πολλές επόμενες γενιές.

H ξενάγησή μας στα περίπλοκα γενετικά μονοπάτια της προδιάθεσης και του εθισμού στη νικοτίνη μπορεί να μην έφθασε στον τελικό σταθμό, στην ολιστική κατανόηση· είδαμε όμως ότι το γενετικό στοιχείο είναι παρόν. Και όσο περισσότερα μαθαίνουμε για τον έλεγχο τέτοιων επιθυμιών αλλά και κινδύνων, τόσο θα γίνεται πιο εύκολη η βοήθεια στους καπνιστές να κόψουν το τσιγάρο. Επί του παρόντος η αδυναμία του καθενός δεν μπορεί να προβάλλεται ως ένα γενετικό άλλοθι· αντίθετα, πρέπει να γιγαντώνεται μέσα από τον προσωπικό μας πολιτισμό η δύναμη για θέληση, καθώς φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις οι τρόποι κάνουν τον άνθρωπο και όχι μόνο τα γονίδια.

ΣΤ. N. ΑΛΑΧΙΩΤΗΣ
(Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.)
Το ΒΗΜΑ – 08/05/2005

Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *