Έρχεται το εμβόλιο κατά του καπνίσματος

Οσοι θέλουν να κόψουν το τσιγάρο και δεν έχουν τη δύναμη να το κάνουν
μπορούν να πάρουν βαθιά ανάσα. Σε περίπου δύο χρόνια υπολογίζεται ότι
θα κυκλοφορήσει στην αγορά το «αντικαπνιστικό εμβόλιο» ή, καλύτερα, το
εμβόλιο εναντίον της νικοτίνης.

Η επίσημη ανακοίνωση για το επιτυχημένο πέρας της πρώτης φάσης των κλινικών δοκιμών, η οποία αφορούσε την ασφάλεια, έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Τώρα βρισκόμαστε στη «φάση 2», η οποία θα αποδείξει ως έναν βαθμό και την αποτελεσματικότητα και αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί ως το τέλος του χρόνου. Αν όλα πάνε καλά, υπολογίζεται ότι σε περίπου δύο χρόνια το «αντικαπνιστικό εμβόλιο» θα κυκλοφορήσει στην αγορά και το όνειρο όλων αυτών που θέλουν να κόψουν το κάπνισμα, αλλά δεν έχουν την απαραίτητη δύναμη να το κάνουν, θα γίνει πραγματικότητα. Ή τουλάχιστον έτσι υποστηρίζουν οι εμπνευστές του. Διότι, παρά τις αισιόδοξες ανακοινώσεις τους, πολλοί ειδικοί έχουν αρχίσει να εκφράζουν τις επιφυλάξεις τους. Το εμβόλιο εναντίον του καπνίσματος – ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, εναντίον της απόλαυσης που προσφέρει η νικοτίνη – άρχισε να αναπτύσσεται στα τέλη της δεκαετίας του 1990 από τέσσερις διαφορετικές εταιρείες (κατά σειρά, Xenova της Βρετανίας, Nabi των ΗΠΑ, Carolinska της Σουηδίας, Cytos της Ελβετίας). Ανήκει σε μια νέα γενιά φαρμάκων, τα λεγόμενα «immunodrugs», τα οποία επενεργούν στο ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού. H διαδικασία, η οποία σε γενικές γραμμές ακολουθείται από όλους τους παρασκευαστές, έχει ως στόχο να καταπολεμήσει την εξάρτηση εμποδίζοντας τη νικοτίνη να φθάσει στον εγκέφαλο και εξαλείφοντας ουσιαστικά την απόλαυση που προσφέρει το κάπνισμα. H προσέγγιση αυτή δεν είναι εντελώς καινούργια. Εμφανίστηκε στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1970, με αφετηρία την ηρωίνη, και είναι εντελώς διαφορετική από τη διαδεδομένη ως τώρα φιλοσοφία, η οποία ξεκίνησε επίσης την ίδια περίοδο, από τη Σουηδία, και συνίσταται στην παροχή, με άλλους τρόπους, της νικοτίνης που είναι απαραίτητη στον οργανισμό. Είχε εγκαταλειφθεί για αρκετές δεκαετίες ώσπου πριν από μερικά χρόνια οι ερευνητές άρχισαν να την εξετάζουν ξανά με τις νέες δυνατότητες της επιστήμης.

Πώς λειτουργεί

H νικοτίνη – όπως και η κοκαΐνη και άλλες αντίστοιχες ουσίες – δεν αναγνωρίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα επειδή το μόριό της είναι πολύ μικρό και ξεφεύγει από τα συστήματα ελέγχου. Για να το καταστήσουν «αναγνωρίσιμο» οι ερευνητές συνέδεσαν μόρια νικοτίνης με άλλα, μεγαλύτερα μόρια, τα οποία είναι σε θέση να προκαλέσουν την αντίδραση του ανοσοποιητικού. H Xenova, για παράδειγμα, έχει επιλέξει μια τοξίνη της χολέρας ακίνδυνη για τον οργανισμό, ενώ η Nabi έχει προτιμήσει μια πρωτεΐνη παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιεί για την ανάπτυξη του εμβολίου εναντίον του χρυσίζοντος σταφυλόκοκκου.

Από τη στιγμή που θα εισέλθει στο αίμα, το σύνθετο αυτό μόριο προκαλεί τη δημιουργία αντισωμάτων, τα οποία στο εξής είναι ικανά να αναγνωρίσουν τη νικοτίνη. Οταν λοιπόν κάποιος ο οποίος έχει εμβολιαστεί καπνίσει ένα τσιγάρο, τα αντισώματα αυτά θα «συλλάβουν» αμέσως τη νικοτίνη και θα την παγιδεύσουν στο αίμα, εμποδίζοντάς τη να φθάσει στον εγκέφαλο και να συναντήσει τα κέντρα «ανταμοιβής» που πυροδοτούν την απόλαυση. Χωρίς απόλαυση – είναι η λογική του εμβολίου – το κάπνισμα παύει πια να έχει νόημα και σιγά σιγά εγκαταλείπεται.

Ακριβώς με τον ίδιο μηχανισμό η Xenova αναπτύσσει παράλληλα ένα εμβόλιο εναντίον της κοκαΐνης, το οποίο δοκιμάστηκε το περασμένο καλοκαίρι από γιατρούς του Πανεπιστημίου Γέιλ σε εκατοντάδες εθελοντές. Κύριος στόχος του συγκεκριμένου εμβολίου δεν είναι ωστόσο η καταπολέμηση της εξάρτησης – τομέας στον οποίο δεν είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά όσο το εμβόλιο εναντίον της νικοτίνης -, αλλά η αντιμετώπιση της λήψης υπερβολικής δόσης για την οποία σήμερα δεν υπάρχει αντίδοτο.

H βρετανική εταιρεία, η οποία προπορεύεται των υπολοίπων παρασκευαστών, έχει ήδη προχωρήσει αρκετά στη φάση II των κλινικών δοκιμών, η οποία θα αποδείξει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου. H αμερικανική Nabi ακολουθεί κατά πόδας, ενώ τρίτη στον αγώνα έρχεται η ελβετική Cytos, η οποία ολοκλήρωσε της φάση I για την απόδειξη της ασφάλειας του εμβολίου της στο τέλος του περασμένου χρόνου και τώρα ξεκινά τη φάση II. Ολες οι εταιρείες θα έχουν ολοκληρώσει τις δοκιμές τους ως το τέλος του 2004.

Προς το παρόν τα μόνα βέβαια αποτελέσματα που έχουμε για την τελεσφόρηση του εμβολίου είναι σε ζώα, και το γεγονός αυτό είναι εκείνο το οποίο έχει προκαλέσει τη διατύπωση επιφυλάξεων από πολλούς ερευνητές. Στις προκλινικές δοκιμές πάντως διαπιστώθηκε ότι τα εμβολιασμένα ζώα μείωσαν τη συχνότητα με την οποία χορηγούσαν τα ίδια ενδοφλεβίως στον εαυτό τους τη νικοτίνη. Δεν είναι ωστόσο βέβαιο ότι η ανταπόκριση θα είναι η ίδια στους καπνιστές, καθώς με το κάπνισμα η νικοτίνη φθάνει πολύ πιο γρήγορα στον εγκέφαλο και έχει πολύ ισχυρότερα αποτελέσματα.

Ενώ η βρετανική Xenova διεξάγει τις περισσότερες κλινικές δοκιμές της στις ΗΠΑ, η αμερικανική Nabi έχει προσανατολιστεί στην Ευρώπη. Από τον περασμένο Οκτώβριο και για δύο χρόνια οι φαρμακολόγοι του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ στην Ολλανδία χορηγούν το εμβόλιό της σε 21 καπνιστές και 9 μη καπνιστές προκειμένου να διαπιστώσουν τόσο την ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος και την παραγωγή των αντισωμάτων όσο και την ασφάλεια του εμβολίου. Οι κλινικές δοκιμές σε αυτή τη φάση εφαρμόζονται σε μικρό αριθμό εθελοντών – οι αντίστοιχες της Xenova και της Cytos δεν ξεπερνούν τον αριθμό των 40 ως 60 ανθρώπων. Αν τα αποτελέσματά τους είναι θετικά, όλες οι εταιρείες θα περάσουν στη φάση III, σε ευρύτερα δείγματα, με μεγαλύτερους αριθμούς συμμετεχόντων. Ολοι πάντως δηλώνουν αισιόδοξοι και οι δύο πρωτοπόροι, Xenova και Nabi, θεωρούν ότι ίσως τα εμβόλιά τους κυκλοφορήσουν στην αγορά – με τα ονόματα Ta-Nic και Nic-Vac αντιστοίχως – μέσα στο 2006.

Υπάρχουν όμως αρκετοί οι οποίοι δεν συμμερίζονται αυτή την αισιοδοξία. Πολλοί ειδικοί επισημαίνουν ότι είναι ακόμη νωρίς για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα, εφόσον τα δείγματα των κλινικών δοκιμών είναι ακόμη τόσο μικρά. Μία από τις σοβαρές «τεχνικού» τύπου επιφυλάξεις, για παράδειγμα, οι οποίες εκφράζονται κατ’ ιδίαν και από ερευνητές των ίδιων των παρασκευαστών, είναι ότι στους ποντικούς η μείωση της νικοτίνης που έχει καταγραφεί στο αίμα δεν ξεπερνά το 30% ως 60% σε καμία μελέτη. Για να μπορέσει να κυκλοφορήσει το εμβόλιο στην αγορά θα πρέπει να εξασφαλίζει μείωση τουλάχιστον 90%, κάτι το οποίο ακόμη δεν έχει επιτευχθεί. Παράλληλα δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί η διάρκεια του εμβολίου και πόσο συχνή θα πρέπει να είναι η χορήγησή του – η οποία θα γίνεται αποκλειστικά με ενέσεις – για να διατηρούνται τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ολοι οι παρασκευαστές εργάζονται επισταμένως προς αυτή την κατεύθυνση, προκειμένου να κάνουν το εμβόλιο διαρκέστερο και ισχυρότερο.

Μια άλλη αντίδραση αφορά τη φιλοσοφία της κατάργησης της απόλαυσης. Ισως αυτή να μη λειτουργήσει ακριβώς όπως αναμένεται και απλώς να ωθήσει αυτούς που έχουν εμβολιαστεί στο να καπνίζουν περισσότερο, κάτι το οποίο παραδέχονται και οι ίδιοι οι παρασκευαστές. «Ελπίζουμε ότι η παρουσία αυτών των αντισωμάτων θα μειώσει την επίδραση του τσιγάρου και ότι η επιθυμία για ένα επόμενο τσιγάρο σιγά σιγά θα μειωθεί» δήλωσε κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της πρώτης φάσης κλινικών δοκιμών του Ta-Nic τον περασμένο Σεπτέμβριο ο δρ Κάμπελ Μπανς, ερευνητής της Xenova, σπεύδοντας παράλληλα να προσθέσει: «Υπάρχουν ωστόσο ανησυχίες ότι αυτοί στους οποίους έχει χορηγηθεί το εμβόλιο θα καπνίζουν περισσότερο για να επιτύχουν την ίδια απόλαυση στην οποία ήταν συνηθισμένοι».

Ο κ. Μπανς τόνισε επίσης ότι, παρ’ όλο που οι ερευνητές αναμένουν ότι το εμβόλιο θα βοηθήσει εκείνους οι οποίοι θέλουν να κόψουν το κάπνισμα ή δεν θέλουν να το αρχίσουν ξανά, δεν πιστεύουν ότι θα επενεργεί εξαλείφοντας άμεσα την επιθυμία για ένα τσιγάρο και σε καμία περίπτωση δεν θα εξαλείφει τα συμπτώματα στέρησης που προκαλούνται από το κόψιμο του καπνίσματος, όπως το άγχος και η κατάθλιψη.

Ειδικοί που ασχολούνται με την εξάρτηση επικρίνουν τέλος το γεγονός ότι το εμβόλιο στηρίζεται εξ ολοκλήρου στον εθιστικό χαρακτήρα της νικοτίνης τη στιγμή που ο καπνός του τσιγάρου περιέχει 4.000 ουσίες, και κυρίως αντικαταθλιπτικά και αρώματα, οι οποίες μπορεί να είναι εξίσου ή και περισσότερο εθιστικές με τη νικοτίνη αλλά η λειτουργία τους δεν έχει ακόμη διερευνηθεί.

H Xenova, η Nabi και η Cytos πάντως συνεχίζουν πυρετωδώς τις δοκιμές τους. Στόχος είναι η κατάκτηση μιας τεράστιας αγοράς. Υπολογίζεται ότι οι καπνιστές σε όλον τον πλανήτη ανέρχονται σε 1,2 δισ. και ότι το κάπνισμα προκαλεί τον θάνατο 4,9 εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο. Μόνο στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι 33 εκατομμύρια καπνιστές θέλουν να κόψουν το κάπνισμα. Ο αγώνας αναμένεται να είναι λυσσαλέος – και βρισκόμαστε ακόμη μόνο στην αρχή του.

Τα δεοντολογικά και ηθικά εμπόδια

Τη δεκαετία του 1970 ένας αμερικανός επιστήμονας, ο Τσαρλς Σούστερ, είχε αναπτύξει ένα εμβόλιο το οποίο έκανε τους πιθήκους να μην αισθάνονται τα «ευχάριστα» αποτελέσματα της ηρωίνης. Ηταν η πρώτη προσέγγιση της εξάρτησης από ουσίες με αυτόν τον τρόπο και θεωρείται πρόδρομος των σημερινών εργασιών για το εμβόλιο εναντίον της νικοτίνης. Ο καθηγητής Σούστερ είχε ξεκινήσει θέλοντας να βοηθήσει τοξικομανείς να απεξαρτηθούν. Ξαφνικά όμως σταμάτησε τις έρευνές του. «Αρχισα να δέχομαι γράμματα και τηλεφωνήματα από γονείς από όλον τον κόσμο, οι οποίοι μου ζητούσαν να εμβολιάσω τα παιδιά τους για να μη γίνουν ηρωινομανείς» θυμάται σήμερα. «H ιδέα να χρησιμοποιηθεί το εμβόλιο με αυτόν τον τρόπο, προληπτικά και όχι για τη θεραπεία της εξάρτησης, με προβλημάτισε».

Σε ανάλογους προβληματισμούς βρίσκονται σήμερα επιστήμονες, ειδικοί σε θέματα δεοντολογίας και εκπρόσωποι οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πολλοί εκφράζουν φόβους ότι πολλοί είναι αυτοί που θα μπουν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν το εμβόλιο προληπτικά: γονείς, σχολεία, φυλακές, ακόμη και ιδρύματα απεξάρτησης ή γυναικολόγοι που θα το επιβάλουν ως «προστασία» κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

«Μπορούμε να το φανταστούμε να χρησιμοποιείται από γονείς εφήβων οι οποίοι θέλουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τις κακές συνήθειες των τοξικών ουσιών» δήλωσε ο δρ Μπανς, ερευνητής της Xenova, κατά την παρουσίαση του εμβολίου. «Το γεγονός έχει δεοντολογικές και ηθικές προεκτάσεις τις οποίες πρέπει να εξετάσουμε καλά». H Xenova έχει ανακοινώσει ότι δεν σκοπεύει να διαθέσει κανένα από τα δύο εμβόλιά της για προληπτικούς λόγους. Το εμβόλιο της κοκαΐνης θα χορηγείται μόνο ως μέσο απεξάρτησης, ενώ το Ta-Nic θα διατίθεται σε καπνιστές οι οποίοι θέλουν να κόψουν το κάπνισμα ή σε πρώην καπνιστές οι οποίοι δεν θέλουν να το ξαναρχίσουν.

H προσέγγιση από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν φαίνεται να είναι τόσο κάθετη. Οταν ο εκπρόσωπος της Nabi Ρόμπερτ Νέιζο είχε ερωτηθεί πριν από μερικούς μήνες αν η εταιρεία του ενδιαφέρεται να πουλήσει το Nic-Vac σε γονείς ανήλικων παιδιών, κάθε άλλο παρά είχε αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο. Ακόμη και αν τους έχει χορηγηθεί το εμβόλιο, είχε απαντήσει, «τα παιδιά θα εξακολουθούν να θέλουν να καπνίσουν ένα ή δύο τσιγάρα σε κάποιο πάρτι, για λόγους στυλ. Ισως όμως μπορεί να τα εμποδίσει να γίνουν εθισμένοι καπνιστές των δύο πακέτων την ημέρα».

Οι πλέον αρμόδιες να κρίνουν είναι βεβαίως οι επιτροπές δεοντολογίας της κάθε χώρας και αναμένεται ότι οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις γύρω από το θέμα θα είναι έντονες.

H νικοτίνη και η φαρμακογενετική

Το κάπνισμα είναι το ταχύτερο «μέσο» για την κυκλοφορία της νικοτίνης μέσα στον οργανισμό: από τη στιγμή που ένας καπνιστής τραβήξει μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του, η επιβλαβής ουσία χρειάζεται μόλις δέκα δευτερόλεπτα για να φθάσει στον εγκέφαλό του. Εκεί, μιμούμενη τη δράση ενός φυσικού νευροδιαβιβαστή, της ακετυλχολίνης, ενεργοποιεί μια σειρά από υποδοχείς και απελευθερώνει, όπως όλες οι ψυχοδραστικές ουσίες, ντοπαμίνη, έναν νευροδιαβιβαστή ο οποίος συνδέεται με την ευχαρίστηση και τον εθισμό.

Με κάθε ρουφηξιά, ο καπνιστής μπορεί να ελέγξει τη δόση νικοτίνης που φθάνει άμεσα στον εγκέφαλό του. Αυτά τα δύο στοιχεία, η ταχύτητα και ο έλεγχος, θεωρούνται από τους ειδικούς οι πιο ισχυροί ενισχυτικοί παράγοντες του εθισμού που προκαλεί η νικοτίνη στον εγκέφαλο.

Το κάπνισμα έχει αποδειχθεί μία από τις συνήθειες τις οποίες είναι εξαιρετικά δύσκολο να εγκαταλείψει κανείς, γι’ αυτό και οι ερευνητές έχουν αρχίσει εδώ και μερικά χρόνια να μελετούν διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο επενεργεί η νικοτίνη στον εγκέφαλο και να διερευνούν την ενδεχόμενη ύπαρξη γονιδίων τα οποία θα μπορούσαν να προδιαθέτουν προς την εξάρτηση από αυτήν.

Τον Ιούνιο του 1998 μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο του Καναδά με επικεφαλής τη Ρέιτσελ Τιντέιλ ήταν οι πρώτοι που κατόρθωσαν να συνδέσουν το κάπνισμα με έναν γενετικό παράγοντα. Ενας υπεύθυνος, σύμφωνα με τις έρευνές τους, είναι το γονίδιο CYP2A6, το οποίο κωδικοποιεί ένα ένζυμο του ήπατος που διασπά τη νικοτίνη και παρουσιάζεται διαφοροποιημένο σε πολλούς ανθρώπους. Υπάρχουν δύο διαφοροποιημένες «αδρανείς» μορφές του γονιδίου αυτού, οι οποίες αντιστοιχούν σε μια ασθενέστερη, μειωμένης δραστηριότητας, μορφή του ενζύμου.

Οπως απέδειξε με περαιτέρω έρευνες η Κάριν Λέρμαν του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας, όσοι φέρουν αλληλόμορφα γονίδια CYP2B6, τα οποία αντιστοιχούν σε ένζυμο με μειωμένη δραστηριότητα, παρουσιάζουν μεγαλύτερη «ροπή» προς το κάπνισμα από εκείνους οι οποίοι φέρουν την πιο διαδεδομένη μορφή του γονιδίου. Οι αδρανείς μορφές του CYP2A6 είναι δύο και είναι αρκετά κοινές: υπολογίζεται ότι περίπου 15% των ανθρώπων φέρουν τουλάχιστον ένα αντίγραφο της αδρανούς παραλλαγής του ενζύμου. «Οταν οι διαπιστώσεις μας επικυρωθούν πλήρως» είχε δηλώσει η δρ Λέρμαν, «αυτή η γενετική παραλλαγή μπορεί να χρησιμεύσει για να διαπιστώνεται ποιοι καπνιστές έχουν μεγαλύτερη ροπή προς τη νικοτίνη ώστε να εφαρμόζεται σε αυτούς η κατάλληλη θεραπεία».

H αμερικανίδα νευροβιολόγος χρησιμοποίησε στις έρευνές της το αντικαταθλιπτικό bupropion (Zyban), το οποίο διασπάται επίσης από το ένζυμο CYP2B6. Στους εθελοντές στους οποίους χορηγήθηκε το Zyban παρατηρήθηκαν υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας στην απεξάρτηση από τη νικοτίνη, με καλύτερα αποτελέσματα σε εκείνους οι οποίοι έφεραν τα άλληλα που παράγουν ένζυμα με μειωμένη δραστηριότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Zyban, παρά το γεγονός ότι έχει αρκετά ισχυρές παρενέργειες, είναι σήμερα το μοναδικό φάρμακο το οποίο έχει εγκριθεί από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων για την αντιμετώπιση της εξάρτησης από τη νικοτίνη ενώ γίνονται έρευνες για την εφαρμογή του και σε άλλες εξαρτήσεις.

Οπως έχουν δείξει οι έρευνες, η νικοτίνη φθάνοντας στον εγκέφαλο ενεργοποιεί την αποκαλούμενη από τη δρα Λέρμαν «περιοχή αγάπης», η οποία αποτελεί τμήμα των κέντρων ανταμοιβής, μνήμης και μάθησης. Διεγείρει τους νικοτινικούς υποδοχείς ακετυλχολίνης, πυροδοτώντας την απελευθέρωση ντοπαμίνης και επηρεάζει διάφορα άλλα μόρια του εγκεφάλου, τα οποία ελέγχουν, μεταξύ άλλων, τη διάθεση, τα επίπεδα ενεργητικότητας και τη μνήμη. Επιπλέον έχει την ιδιότητα να αυξάνει τον αριθμό των υποδοχέων της.

Πρόκειται δηλαδή για μια ισχυρά εθιστική ουσία, της οποίας οι μηχανισμοί λειτουργίας μόλις έχουν αρχίσει να ανιχνεύονται. «Πολλές μελέτες» δήλωσε τον περασμένο μήνα στο περιοδικό Hook η δρ Λέρμαν «υποδεικνύουν ότι το 50% της μεταβλητότητας στο ξεκίνημα του καπνίσματος και το 70% των διαφοροποιήσεων στην εξάρτηση από τη νικοτίνη μπορεί να οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες. Μπορεί να υπάρχουν γονίδια τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο εξάρτησης από ουσίες και άλλα γονίδια τα οποία παίζουν κάποιο ρόλο στον μεταβολισμό συγκεκριμένων ουσιών ή στους υποδοχείς τους στον εγκέφαλο. Το πιο σωστό τεστ θα πρέπει πάντως να συμπεριλάβει πολλαπλούς γενετικούς δείκτες και περιβαλλοντικούς παράγοντες».

Σε αυτό συμφωνεί και ο Φρανκ Βότσι του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου για την Κατάχρηση Φαρμάκων, ο οποίος θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικό τον ψυχολογικό παράγοντα. «Ισως» επισημαίνει «να υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στο περιβάλλον και στα γονίδια, το οποίο να μπορεί να εξηγήσει τη σπουδαιότητα των δύο παραγόντων της εξάρτησης από τη νικοτίνη, του γενετικού και του ψυχολογικο-κοινωνικού, όπως και τη διπλή λειτουργία του bupropion».

Ολοι οι ερευνητές συμφωνούν στο ότι ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και αυτό επισημαίνεται και στην τελευταία έρευνα γύρω από τη νευροβιολογία της εξάρτησης από τη νικοτίνη, η οποία δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα στο περιοδικό «Nature». Δύο ερευνητές του Τμήματος Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο, ο Στίβεν Λαβιολέτ και ο Ντέρεκ βαν ντερ Κούι, διαπιστώνουν ότι η νικοτίνη μπορεί να εμπλέκεται σε αλληλεπιδράσεις με διάφορες νευρικές ίνες οι οποίες ξεκινούν από το «κέντρο της αγάπης» και έχουν σχέση με άλλους νευροδιαβιβαστές, διαφορετικούς από την ντοπαμίνη, όπως η νοραδρεναλίνη, το γλουταμινικό οξύ και η σεροτονίνη.

ΛΑΛΙΝΑ ΦΑΦΟΥΤΗ, Το ΒΗΜΑ, 22/02/2004

Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *